Το
υ Γιάννη Αλεξάκη
Είναι γνωστό εδώ και δεκαετίες ότι ο δημόσιος τομέας πρέπει εκ βάθρων να αναδιαρθρωθεί και μάλιστα σε όλα τα επίπεδα: οργανωτικό, οργανωσιακό, διοίκησης ανθρώπινου δυναμικού, κουλτούρας κλπ. Όπως και να έχει, τέσσερα περίπου έτη από την στιγμή που το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχασε την ευχέρεια να κυβερνά τη χώρα δημιουργώντας ελλείματα και δημόσιο χρέος –εν πολλοίς αλόγιστα χάριν της αναπαραγωγής του– η διοικητική μεταρρύθμιση παραμένει στην πρώτη γραμμή του δημόσιου λόγου. Μένει όμως μόνον εκεί!
Ας δούμε κάποια απλά ερωτήματα: Τι σημαίνει «διοικητική μεταρρύθμιση»; Τι προαπαιτούμενα έχει; Πόσο χρόνο χρειάζεται; Πού αποσκοπεί; Ποιο το όραμα για το κράτος, τον διοικητικό μηχανισμό, το πολιτικό σύστημα, τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του; Πού θέλουμε να βρισκόμαστε και πώς θέλουμε να δουλεύει το κράτος, όχι αύριο, αλλά σε πέντε ή δέκα χρόνια από σήμερα; Και αφού το ορίσουμε, πώς θα φτάσουμε εκεί; Σε στρατηγικό και επιχειρησιακό επίπεδο τι πρέπει να γίνει; Ποιοι έχουν επιφορτιστεί και δουλεύουν για αυτό, με ποιο χρονοδιάγραμμα, πού και πώς λογοδοτούν; Ορίσαμε ποτέ κάποιους στόχους, εκτιμήσαμε τα αποτελέσματα των ενεργειών μας, αναπροσαρμόσαμε τη δράση μας όπου ενδεχομένως χρειάστηκε;
Τα παραπάνω ενδεικτικά και πάντως ρητορικά ερωτήματα αναδεικνύουν ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται ειλικρινά να αγγίξει το πραγματικό πρόβλημα, αν και σε επίπεδο δημόσιας ρητορικής οι πάντες αναγκαστικά το αναγνωρίζουν: πελατειακές σχέσεις, συντεχνιασμός, έλλειψη αξιοκρατίας, κ.ο.κ. Το πολιτικό σύστημα φαίνεται όμως ότι ακόμα δεν βρήκε τη δύναμη να αντιπαρατεθεί με τις σάρκες του. Και επειδή η λειτουργία του διοικητικού και αυτή του πολιτικού συστήματος είναι άρρηκτα συνυφασμένες, στον τομέα της διοικητικής μεταρρύθμισης η μπάλα βρίσκεται διαρκώς στην εξέδρα. Με το παιχνίδι λοιπόν έξω από το πραγματικό γήπεδο, φτάσαμε να πάσχουμε από μεταρρυθμιστική «κόπωση» χωρίς να γίνει καν μεταρρύθμιση!
Ας δούμε μερικά παραδείγματα.
Μισθολογική πολιτική στο δημόσιο τομέα. Ένας χώρος βουτηγμένος κυριολεκτικά στην αδιαφάνεια και τον κατακερματισμό, καθρέπτης των σχέσεων πελατειακής εύνοιας και συντεχνιακής ισχύος. Έστω και δια του μνημονίου, στα τέλη του 2011, η αναρχία θα μπορούσε να αποτελεί παρελθόν. Αντιθέτως, μπήκε η οριστική ταφόπλακα με την εδραίωση των σχέσεων αυτών: οριζόντια μείωση μισθών ως 25%, το υπόλοιπο των απίθανων επιδομάτων, που υπήρχαν ως τότε, ονομάστηκαν «προσωπική διαφορά» και οι μισθολογικές ανισότητες παραμένουν. Καμία συζήτηση και κανένα ενδιαφέρον για μια ορθολογική και αξιοκρατική κατανομή της μισθολογικής πίτας.
Παρόμοια περίπτωση κατακερματισμού αποτελούν οι υπηρεσίες σιλό που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Ως αποτέλεσμα η δημοσιοϋπαλληλία είναι διάσπαρτη σε περίπου 1440 κλάδους. Με τον τρόπο αυτό περιχαρακώνονται οι συντεχνίες και διευκολύνονται οι φωτογραφικές ευνοιοκρατικές ρυθμίσεις. Η πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ για την λειτουργική αξιολόγηση της ελληνικής δημόσιας διοίκησης προτείνει την μείωσή τους σε περίπου 350. Ας σημειώσουμε ότι αφού πρώτα το βαθύ κράτος την «έθαψε» σε κάποιο υπουργικό συρτάρι, βγήκε στο φως από δημοσίους υπαλλήλους (οι οποίοι μάλιστα με δική τους πρωτοβουλία ήλθαν σε επικοινωνία με τον διεθνή οργανισμό και την μετάφρασαν στην ελληνική γλώσσα). Απαιτείται λοιπόν, ένα νέο «κλαδολόγιο» για το δημόσιο και η καλύτερη ευκαιρία, αν όχι η μοναδική, είναι εν όψει των αναδιοργανώσεων των Υπουργείων, με τα περιγράμματα θέσεων εργασίας. Για την ακρίβεια, τα περιγράμματα θέσεων εργασίας ή θα βασιστούν στους υφιστάμενους κλάδους, παγιώνοντας για πάντα την αναρχία και τον κατακερματισμό, ή θα βασιστούν σε κάποιο νέο κλαδολόγιο. Μένει, πάντως, να δούμε αν οι τελευταίες πολιτικές εξελίξεις αλλάξουν τελικά κάτι προς το ορθολογικότερο.
Προαγωγές δημοσίων υπαλλήλων. Λόγω της δημοσιονομικής στενότητας (προσέξτε, όχι για κάποιον ορθολογικό λόγο…) κρίθηκε ότι πλέον οι βαθμολογικές και μισθολογικές προαγωγές δεν μπορούσαν να γίνονται άκριτα και με μόνο κριτήριο την απλή πάροδο του χρόνου. Αποτέλεσμα; «Πάγωσαν» για όλους. Καμία απολύτως προσπάθεια αξιολόγησης, το βαθύ κράτος τρέφεται από την ισοπέδωση: ή όλοι ή κανείς!
Κόστος γραφειοκρατίας. Με τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις υπολογίζεται στο δυσθεώρητο ποσό των €14 δισ./έτος. Μιλάμε δηλαδή για το κόστος που επωμίζεται ο ιδιωτικός τομέας και η εναπομείνασα ιδιωτική οικονομία από τις υποχρεωτικές συναλλαγές τους με το κράτος. Καμία σοβαρή προσπάθεια μείωσής του. Ο λόγος, μάλλον, απλός: το κόστος αυτό υπάρχει εκεί για να «αίρεται» κατά περίπτωση...
Για το τέλος, ας δούμε το καίριο πρόβλημα της Διοίκησης που δεν είναι άλλο από την έλλειψη επαγγελματισμού και ανεξαρτησίας έναντι του πολιτικού συστήματος. Και όταν μιλάμε για επαγγελματισμό και ανεξαρτησία εννοούμε πρωτίστως όλων εκείνων που στελεχώνουν την διοικητική ιεραρχία, δηλαδή των προϊσταμένων Τμημάτων, Διευθύνσεων και Γενικών Διευθύνσεων. Έως και το 2010, οι επιλογές αυτές γίνονταν ελευθέρως από ένα βαθύ συντεχνιακό κράτος. Με το νόμο 3839/2010, αυτό άλλαξε. Για πρώτη φορά θεσπίστηκαν (και εφαρμόστηκαν!) αντικειμενικές, αδιάβλητες και αξιοκρατικές διαδικασίες επιλογής των προϊσταμένων. Για πρώτη φορά δεν μπόρεσαν να οριστούν ελευθέρως οι εκάστοτε κηπουροί των εκάστοτε κυβερνόντων. Όπως και να το κάνεις, όσο και αν είναι αυτονόητο για ένα «κανονικό κράτος», δεν ήταν και λίγο να αποστερήσεις από τα πελατειακά δίκτυα εν μία νυκτί τέτοιο κρίσιμο πεδίο αναπαραγωγής τους. Ωστόσο, το βαθύ κράτος μεριμνά ο νόμος αυτός να εφαρμόζεται μερικώς και επιδίδεται σε λυσσαλέο αγώνα να πείσει ότι τάχα είναι «ανεφάρμοστος».
Εν κατακλείδι, ευκαιρίες χάθηκαν πολλές και δεν ξαναγυρίζουν. Το πρόβλημα όμως που κρατά τη χώρα και την Διοίκηση στην υστέρηση παραμένει. Ή θα επιλέξουμε να αναμετρηθούμε με το βαθύ κράτος της κατάρρευσης ή «κανονική ευρωπαϊκή χώρα» δεν θα γίνουμε ποτέ.
* Ο κ. Αλεξάκης είναι π. Πρόεδρος Ένωσης Αποφοίτων Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης & Αυτοδιοίκησης, υπηρετεί στο Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών & Δικτύων.
Πηγή:www.capital.gr
Είναι γνωστό εδώ και δεκαετίες ότι ο δημόσιος τομέας πρέπει εκ βάθρων να αναδιαρθρωθεί και μάλιστα σε όλα τα επίπεδα: οργανωτικό, οργανωσιακό, διοίκησης ανθρώπινου δυναμικού, κουλτούρας κλπ. Όπως και να έχει, τέσσερα περίπου έτη από την στιγμή που το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχασε την ευχέρεια να κυβερνά τη χώρα δημιουργώντας ελλείματα και δημόσιο χρέος –εν πολλοίς αλόγιστα χάριν της αναπαραγωγής του– η διοικητική μεταρρύθμιση παραμένει στην πρώτη γραμμή του δημόσιου λόγου. Μένει όμως μόνον εκεί!
Ας δούμε κάποια απλά ερωτήματα: Τι σημαίνει «διοικητική μεταρρύθμιση»; Τι προαπαιτούμενα έχει; Πόσο χρόνο χρειάζεται; Πού αποσκοπεί; Ποιο το όραμα για το κράτος, τον διοικητικό μηχανισμό, το πολιτικό σύστημα, τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του; Πού θέλουμε να βρισκόμαστε και πώς θέλουμε να δουλεύει το κράτος, όχι αύριο, αλλά σε πέντε ή δέκα χρόνια από σήμερα; Και αφού το ορίσουμε, πώς θα φτάσουμε εκεί; Σε στρατηγικό και επιχειρησιακό επίπεδο τι πρέπει να γίνει; Ποιοι έχουν επιφορτιστεί και δουλεύουν για αυτό, με ποιο χρονοδιάγραμμα, πού και πώς λογοδοτούν; Ορίσαμε ποτέ κάποιους στόχους, εκτιμήσαμε τα αποτελέσματα των ενεργειών μας, αναπροσαρμόσαμε τη δράση μας όπου ενδεχομένως χρειάστηκε;
Τα παραπάνω ενδεικτικά και πάντως ρητορικά ερωτήματα αναδεικνύουν ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται ειλικρινά να αγγίξει το πραγματικό πρόβλημα, αν και σε επίπεδο δημόσιας ρητορικής οι πάντες αναγκαστικά το αναγνωρίζουν: πελατειακές σχέσεις, συντεχνιασμός, έλλειψη αξιοκρατίας, κ.ο.κ. Το πολιτικό σύστημα φαίνεται όμως ότι ακόμα δεν βρήκε τη δύναμη να αντιπαρατεθεί με τις σάρκες του. Και επειδή η λειτουργία του διοικητικού και αυτή του πολιτικού συστήματος είναι άρρηκτα συνυφασμένες, στον τομέα της διοικητικής μεταρρύθμισης η μπάλα βρίσκεται διαρκώς στην εξέδρα. Με το παιχνίδι λοιπόν έξω από το πραγματικό γήπεδο, φτάσαμε να πάσχουμε από μεταρρυθμιστική «κόπωση» χωρίς να γίνει καν μεταρρύθμιση!
Ας δούμε μερικά παραδείγματα.
Μισθολογική πολιτική στο δημόσιο τομέα. Ένας χώρος βουτηγμένος κυριολεκτικά στην αδιαφάνεια και τον κατακερματισμό, καθρέπτης των σχέσεων πελατειακής εύνοιας και συντεχνιακής ισχύος. Έστω και δια του μνημονίου, στα τέλη του 2011, η αναρχία θα μπορούσε να αποτελεί παρελθόν. Αντιθέτως, μπήκε η οριστική ταφόπλακα με την εδραίωση των σχέσεων αυτών: οριζόντια μείωση μισθών ως 25%, το υπόλοιπο των απίθανων επιδομάτων, που υπήρχαν ως τότε, ονομάστηκαν «προσωπική διαφορά» και οι μισθολογικές ανισότητες παραμένουν. Καμία συζήτηση και κανένα ενδιαφέρον για μια ορθολογική και αξιοκρατική κατανομή της μισθολογικής πίτας.
Παρόμοια περίπτωση κατακερματισμού αποτελούν οι υπηρεσίες σιλό που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Ως αποτέλεσμα η δημοσιοϋπαλληλία είναι διάσπαρτη σε περίπου 1440 κλάδους. Με τον τρόπο αυτό περιχαρακώνονται οι συντεχνίες και διευκολύνονται οι φωτογραφικές ευνοιοκρατικές ρυθμίσεις. Η πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ για την λειτουργική αξιολόγηση της ελληνικής δημόσιας διοίκησης προτείνει την μείωσή τους σε περίπου 350. Ας σημειώσουμε ότι αφού πρώτα το βαθύ κράτος την «έθαψε» σε κάποιο υπουργικό συρτάρι, βγήκε στο φως από δημοσίους υπαλλήλους (οι οποίοι μάλιστα με δική τους πρωτοβουλία ήλθαν σε επικοινωνία με τον διεθνή οργανισμό και την μετάφρασαν στην ελληνική γλώσσα). Απαιτείται λοιπόν, ένα νέο «κλαδολόγιο» για το δημόσιο και η καλύτερη ευκαιρία, αν όχι η μοναδική, είναι εν όψει των αναδιοργανώσεων των Υπουργείων, με τα περιγράμματα θέσεων εργασίας. Για την ακρίβεια, τα περιγράμματα θέσεων εργασίας ή θα βασιστούν στους υφιστάμενους κλάδους, παγιώνοντας για πάντα την αναρχία και τον κατακερματισμό, ή θα βασιστούν σε κάποιο νέο κλαδολόγιο. Μένει, πάντως, να δούμε αν οι τελευταίες πολιτικές εξελίξεις αλλάξουν τελικά κάτι προς το ορθολογικότερο.
Προαγωγές δημοσίων υπαλλήλων. Λόγω της δημοσιονομικής στενότητας (προσέξτε, όχι για κάποιον ορθολογικό λόγο…) κρίθηκε ότι πλέον οι βαθμολογικές και μισθολογικές προαγωγές δεν μπορούσαν να γίνονται άκριτα και με μόνο κριτήριο την απλή πάροδο του χρόνου. Αποτέλεσμα; «Πάγωσαν» για όλους. Καμία απολύτως προσπάθεια αξιολόγησης, το βαθύ κράτος τρέφεται από την ισοπέδωση: ή όλοι ή κανείς!
Κόστος γραφειοκρατίας. Με τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις υπολογίζεται στο δυσθεώρητο ποσό των €14 δισ./έτος. Μιλάμε δηλαδή για το κόστος που επωμίζεται ο ιδιωτικός τομέας και η εναπομείνασα ιδιωτική οικονομία από τις υποχρεωτικές συναλλαγές τους με το κράτος. Καμία σοβαρή προσπάθεια μείωσής του. Ο λόγος, μάλλον, απλός: το κόστος αυτό υπάρχει εκεί για να «αίρεται» κατά περίπτωση...
Για το τέλος, ας δούμε το καίριο πρόβλημα της Διοίκησης που δεν είναι άλλο από την έλλειψη επαγγελματισμού και ανεξαρτησίας έναντι του πολιτικού συστήματος. Και όταν μιλάμε για επαγγελματισμό και ανεξαρτησία εννοούμε πρωτίστως όλων εκείνων που στελεχώνουν την διοικητική ιεραρχία, δηλαδή των προϊσταμένων Τμημάτων, Διευθύνσεων και Γενικών Διευθύνσεων. Έως και το 2010, οι επιλογές αυτές γίνονταν ελευθέρως από ένα βαθύ συντεχνιακό κράτος. Με το νόμο 3839/2010, αυτό άλλαξε. Για πρώτη φορά θεσπίστηκαν (και εφαρμόστηκαν!) αντικειμενικές, αδιάβλητες και αξιοκρατικές διαδικασίες επιλογής των προϊσταμένων. Για πρώτη φορά δεν μπόρεσαν να οριστούν ελευθέρως οι εκάστοτε κηπουροί των εκάστοτε κυβερνόντων. Όπως και να το κάνεις, όσο και αν είναι αυτονόητο για ένα «κανονικό κράτος», δεν ήταν και λίγο να αποστερήσεις από τα πελατειακά δίκτυα εν μία νυκτί τέτοιο κρίσιμο πεδίο αναπαραγωγής τους. Ωστόσο, το βαθύ κράτος μεριμνά ο νόμος αυτός να εφαρμόζεται μερικώς και επιδίδεται σε λυσσαλέο αγώνα να πείσει ότι τάχα είναι «ανεφάρμοστος».
Εν κατακλείδι, ευκαιρίες χάθηκαν πολλές και δεν ξαναγυρίζουν. Το πρόβλημα όμως που κρατά τη χώρα και την Διοίκηση στην υστέρηση παραμένει. Ή θα επιλέξουμε να αναμετρηθούμε με το βαθύ κράτος της κατάρρευσης ή «κανονική ευρωπαϊκή χώρα» δεν θα γίνουμε ποτέ.
* Ο κ. Αλεξάκης είναι π. Πρόεδρος Ένωσης Αποφοίτων Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης & Αυτοδιοίκησης, υπηρετεί στο Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών & Δικτύων.
Πηγή:www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.