ΑΡΘΡΟ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΑΧΙΝΙΔΗ
Αν υπάρχει σύγκλιση στη θέση ότι ένα νέο Τρίτο Πρόγραμμα δεν μπορεί να βοηθήσει τη χώρα, τότε υπάρχουν μεγάλα περιθώρια ευρύτερων πολιτικών συναινέσεων για να ξεκινήσει η συζήτηση για το ποιες είναι οι κατάλληλες προϋποθέσεις για να βγούμε με επιτυχία στις αγορές. Η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων είναι μία από αυτές. Συμφωνεί η αντιπολίτευση ή όχι; Διότι, πώς θα βγεις στις αγορές αν εξακολουθείς να παράγεις ελλείμματα που αυξάνουν το χρέος ή γιατί να σε δανείσει κάποιος αν απειλείς ότι θα διαγράψεις μονομερώς το χρέος;
Η χώρα πρέπει πάντοτε να στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις και να μη χρειάζεται να καταφεύγει σε στήριξη, όπως συνέβη με το Μνημόνιο. Μέχρι σήμερα η αντιπολίτευση αποφεύγει να τοποθετηθεί για το ποια από τις δύο αυτές επιλογές προτιμά. Διότι δεν συνιστά λύση η μονομερής διαγραφή του χρέους ούτε η στάση πληρωμών. Ποιος θα έρθει να επενδύσει στην Ελλάδα υπό αυτές τις συνθήκες; Διότι η επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης -προϋποθέτει και μεγάλο όγκο ιδιωτικών επενδύσεων πέρα από τις δημόσιες.
Πιστεύω ότι οι μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες από την απότομη δημοσιονομική προσαρμογή, που υιοθετήθηκε σε συνθήκες προϋπάρχουσας ύφεσης, έθεσαν σε δεύτερη μοίρα την αναζήτηση προτάσεων πολιτικής για την αντιμετώπιση του προβλήματος που οδήγησε στην κρίση του 2009 και είναι η ανάγκη μετασχηματισμού της οικονομίας.
Ήρθε η ώρα να ξεκινήσει η συζήτηση για το ποιες είναι οι προτάσεις όλων των κομμάτων για το θέμα αυτό. Στο ΠΑΣΟΚ, στο πρόσφατο συνέδριο, ξεκινήσαμε αυτή τη συζήτηση και κατατέθηκαν προτάσεις προς αξιολόγηση. Η αλήθεια είναι ότι η ώρα των αποφάσεων είναι πολύ κοντά και επιπρόσθετα – εκτός απροόπτου – δεν θα χρειαστεί να μεσολαβήσουν εκλογές για να επιλέξουμε ή όχι ένα δρόμο πέρα από το Μνημόνιο.
Γι’ αυτό, την επόμενη ημέρα μετά το Μνημόνιο, η περαιτέρω πορεία της χώρας ως προς την επιτυχή ένταξη στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας θα εξαρτηθεί αποκλειστικά και μόνο από τη βούληση και την ικανότητά της να συνεχίσει την υλοποίηση όλων εκείνων των αναγκαίων αλλαγών, ώστε να ξεφύγει από την κρίση.
«ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ»
Από τον Μάιο του 2010 η πολιτική ζωή της χώρας οριοθετείται από τη σύγκρουση των πολιτικών δυνάμεων που είναι υπέρ ή κατά της εφαρμογής της οικονομικής πολιτικής, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την εκταμίευση των 240 δισ. που εξασφάλισε η Ελλάδα μέσω του Μηχανισμού Στήριξης που δημιούργησε η Ευρώπη.
Η προσφυγή στο Μηχανισμό υπήρξε το αποτέλεσμα του δημοσιονομικού εκτροχιασμού μετά το 2007 αλλά και της αύξησης του εξωτερικού δανεισμού κατά την ίδια περίοδο. Όμως η αφετηρία του ελληνικού προβλήματος βρισκόταν στο μη ανταγωνιστικό και μη εξωστρεφές παραγωγικό πρότυπο, στο οποίο παγιδεύτηκε η χώρα τη δεκαετία του 2000, αναδείχτηκε μόλις ξέσπασε η διεθνής χρηματοοικονομική κρίση το 2008 και διογκώθηκε ως αποτέλεσμα της αδυναμίας της Ευρώπης να αντιδράσει άμεσα και αποφασιστικά.
Τρία χρόνια τώρα η δημόσια αντιπαράθεση εξαντλείται στο αν η πολιτική της απότομης δημοσιονομικής προσαρμογής που ακολουθείται είναι υφεσιακή –που είναι – και όχι στο αν το παραγωγικό πρότυπο της χώρας είναι βιώσιμο –που δεν είναι. Με την έννοια, αν μπορεί να διασφαλίζει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και αύξηση των εισοδημάτων, που δεν μπορεί ως έχει σήμερα.
Είναι πολύ πιθανό το 2013 η Ελλάδα – με τους πολίτες να έχουν καταβάλει τεράστιο κόστος – να εξασφαλίσει πρωτογενές πλεόνασμα και να πλησιάσει στον ισοσκελισμό του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Το 2014, οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας προϋποθέτουν νέους πόρους καθώς οι πόροι του Δεύτερου Προγράμματος εξαντλούνται.
Σύντομα, λοιπόν, η χώρα θα έχει να επιλέξει ανάμεσα σε ένα τρίτο Πρόγραμμα, που θα συνοδεύεται από μέτρα, κυρίως διαρθρωτικού χαρακτήρα αλλά θα έχει χαμηλά επιτόκια.
Εναλλακτικά, και υπό την προϋπόθεση επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος το 2013, η χώρα μπορεί να επιδιώξει το 2014, μερική αρχικά, άντληση κεφαλαίων από τις αγορές. Αυτό προϋποθέτει έναν κατάλληλο σχεδιασμό και προετοιμασία από τον ΟΔΔΗΧ αλλά και συνεργασία με τους κοινοτικούς εταίρους.
Αν όλα πάνε καλά στις προσπάθειες αυτές, τότε με μια συμφωνία – που θα περιλαμβάνει όρους – θα διεκδικήσουμε να ενταχθούμε σε προγράμματα της ΕΚΤ για να στηριχθούν τα ελληνικά ομόλογα.
Σταδιακά, οι ανάγκες μας θα καλύπτονται από τις αγορές και η χώρα θα έχει μια συμφωνία μόνο με ευρωπαϊκούς θεσμούς και χωρίς το ΔΝΤ.
Η προσφυγή στο Μηχανισμό υπήρξε το αποτέλεσμα του δημοσιονομικού εκτροχιασμού μετά το 2007 αλλά και της αύξησης του εξωτερικού δανεισμού κατά την ίδια περίοδο. Όμως η αφετηρία του ελληνικού προβλήματος βρισκόταν στο μη ανταγωνιστικό και μη εξωστρεφές παραγωγικό πρότυπο, στο οποίο παγιδεύτηκε η χώρα τη δεκαετία του 2000, αναδείχτηκε μόλις ξέσπασε η διεθνής χρηματοοικονομική κρίση το 2008 και διογκώθηκε ως αποτέλεσμα της αδυναμίας της Ευρώπης να αντιδράσει άμεσα και αποφασιστικά.
Τρία χρόνια τώρα η δημόσια αντιπαράθεση εξαντλείται στο αν η πολιτική της απότομης δημοσιονομικής προσαρμογής που ακολουθείται είναι υφεσιακή –που είναι – και όχι στο αν το παραγωγικό πρότυπο της χώρας είναι βιώσιμο –που δεν είναι. Με την έννοια, αν μπορεί να διασφαλίζει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και αύξηση των εισοδημάτων, που δεν μπορεί ως έχει σήμερα.
Είναι πολύ πιθανό το 2013 η Ελλάδα – με τους πολίτες να έχουν καταβάλει τεράστιο κόστος – να εξασφαλίσει πρωτογενές πλεόνασμα και να πλησιάσει στον ισοσκελισμό του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Το 2014, οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας προϋποθέτουν νέους πόρους καθώς οι πόροι του Δεύτερου Προγράμματος εξαντλούνται.
Σύντομα, λοιπόν, η χώρα θα έχει να επιλέξει ανάμεσα σε ένα τρίτο Πρόγραμμα, που θα συνοδεύεται από μέτρα, κυρίως διαρθρωτικού χαρακτήρα αλλά θα έχει χαμηλά επιτόκια.
Εναλλακτικά, και υπό την προϋπόθεση επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος το 2013, η χώρα μπορεί να επιδιώξει το 2014, μερική αρχικά, άντληση κεφαλαίων από τις αγορές. Αυτό προϋποθέτει έναν κατάλληλο σχεδιασμό και προετοιμασία από τον ΟΔΔΗΧ αλλά και συνεργασία με τους κοινοτικούς εταίρους.
Αν όλα πάνε καλά στις προσπάθειες αυτές, τότε με μια συμφωνία – που θα περιλαμβάνει όρους – θα διεκδικήσουμε να ενταχθούμε σε προγράμματα της ΕΚΤ για να στηριχθούν τα ελληνικά ομόλογα.
Σταδιακά, οι ανάγκες μας θα καλύπτονται από τις αγορές και η χώρα θα έχει μια συμφωνία μόνο με ευρωπαϊκούς θεσμούς και χωρίς το ΔΝΤ.
Αν υπάρχει σύγκλιση στη θέση ότι ένα νέο Τρίτο Πρόγραμμα δεν μπορεί να βοηθήσει τη χώρα, τότε υπάρχουν μεγάλα περιθώρια ευρύτερων πολιτικών συναινέσεων για να ξεκινήσει η συζήτηση για το ποιες είναι οι κατάλληλες προϋποθέσεις για να βγούμε με επιτυχία στις αγορές. Η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων είναι μία από αυτές. Συμφωνεί η αντιπολίτευση ή όχι; Διότι, πώς θα βγεις στις αγορές αν εξακολουθείς να παράγεις ελλείμματα που αυξάνουν το χρέος ή γιατί να σε δανείσει κάποιος αν απειλείς ότι θα διαγράψεις μονομερώς το χρέος;
Η χώρα πρέπει πάντοτε να στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις και να μη χρειάζεται να καταφεύγει σε στήριξη, όπως συνέβη με το Μνημόνιο. Μέχρι σήμερα η αντιπολίτευση αποφεύγει να τοποθετηθεί για το ποια από τις δύο αυτές επιλογές προτιμά. Διότι δεν συνιστά λύση η μονομερής διαγραφή του χρέους ούτε η στάση πληρωμών. Ποιος θα έρθει να επενδύσει στην Ελλάδα υπό αυτές τις συνθήκες; Διότι η επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης -προϋποθέτει και μεγάλο όγκο ιδιωτικών επενδύσεων πέρα από τις δημόσιες.
Πιστεύω ότι οι μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες από την απότομη δημοσιονομική προσαρμογή, που υιοθετήθηκε σε συνθήκες προϋπάρχουσας ύφεσης, έθεσαν σε δεύτερη μοίρα την αναζήτηση προτάσεων πολιτικής για την αντιμετώπιση του προβλήματος που οδήγησε στην κρίση του 2009 και είναι η ανάγκη μετασχηματισμού της οικονομίας.
Ήρθε η ώρα να ξεκινήσει η συζήτηση για το ποιες είναι οι προτάσεις όλων των κομμάτων για το θέμα αυτό. Στο ΠΑΣΟΚ, στο πρόσφατο συνέδριο, ξεκινήσαμε αυτή τη συζήτηση και κατατέθηκαν προτάσεις προς αξιολόγηση. Η αλήθεια είναι ότι η ώρα των αποφάσεων είναι πολύ κοντά και επιπρόσθετα – εκτός απροόπτου – δεν θα χρειαστεί να μεσολαβήσουν εκλογές για να επιλέξουμε ή όχι ένα δρόμο πέρα από το Μνημόνιο.
Γι’ αυτό, την επόμενη ημέρα μετά το Μνημόνιο, η περαιτέρω πορεία της χώρας ως προς την επιτυχή ένταξη στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας θα εξαρτηθεί αποκλειστικά και μόνο από τη βούληση και την ικανότητά της να συνεχίσει την υλοποίηση όλων εκείνων των αναγκαίων αλλαγών, ώστε να ξεφύγει από την κρίση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.