Κατηφορίζοντας τη Δευτέρα το μεσημέρι την οδό Ομήρου, έγινα μάρτυρας μιας αλλόκοτης αρματοδρομίας: Εκατοντάδες -ίσως και χιλιάδες- δημοτικοί αστυνομικοί κατέβαιναν εποχούμενοι τη Σταδίου. Είχαν αναμμένους τους προβολείς των μηχανών και των περιπολικών τους, κυρίως δε σανιδωμένες τις κόρνες τους. Παρήγαγαν σαματά κολασμένο. Όπως ο Αχιλλέας στην Ιλιάδα τρομοκρατεί ουρλιάζοντας απλώς τους Τρώες, έτσι και οι προς μετάταξιν υπάλληλοι θα έτρεπαν με τα ντεσιμπέλ τους και τον πιο βαρήκοο μνημονιακό, και τον πλέον αναίσθητο τροϊκανό, σε πανικόβλητη φυγή. Επικεφαλής της πορείας τους ήταν ένα πελώριο λάβαρο με έναν βυζαντινοπρεπή γαλάζιο αετό και από κάτω γραμμένη τη φράση «Νίκη ή Θάνατος».
Όταν αντικρίζεις μία λεγεώνα να διατελεί (και να οδηγεί όποιον συναντάει στο διάβα της) σε κατάσταση εκτός εαυτού, η αυθόρμητη, καλοπροαίρετη ευχή σου, είναι να βρει το δίκιο της. Αν μη τι άλλο, προκειμένου να ησυχάσουν τα αυτιά εαυτών και αλλήλων.
Το δε συμπέρασμα που λογικά εξάγεις είναι πως το να μεταταγεί κανείς στην ΕΛ.ΑΣ. ισοδυναμεί με κάθοδο στην κόλαση. Ή ότι το να εργάζεται στη Δημοτική Αστυνομία αποτελεί τον επί γης παράδεισο.
Δεν γνωρίζω -το ομολογώ- σε τι ακριβώς διαφέρουν από άποψη συνθηκών δουλειάς οι δύο υπηρεσίες. Φαντάζομαι ότι ένας εύγλωττος συνδικαλιστής θα μπορούσε -προς στιγμήν, τουλάχιστον- να με πείσει πως η κυβερνητική απόφαση σημαίνει μισθολογική καταβαράθρωση, συνταξιοδοτική αβεβαιότητα, ξερίζωμα των σωματειακών κατακτήσεων, ταπείνωση.
Θα επέμενα ωστόσο να ρωτάω: «Δηλαδή, όλοι ετούτοι οι νέοι άνθρωποι θα ένιωθαν υπαρξιακά πλήρεις εάν απλώς παρέμεναν στις τάξεις της Δημοτικής Αστυνομίας;».
«Τι υπαρξιακά και ξε-υπαρξιακά;» θα χλεύαζε έκπληκτος ο συνδικαλιστής. «Εδώ ο ελληνικός λαός οδηγείται στην ανέχεια, εδώ η ανεργία καλπάζει, κι εσύ μου τσαμπουνάς ελιτίστικα ερωτήματα; Προβληματισμούς σαλονιού; Πες το καλύτερα ειλικρινά πως είσαι ένας λακές του συστήματος, ένας σφογγοκωλάριος της Μέρκελ!».
Με τη σειρά μου, θα εξαγριωνόμουν: «Ποιο είναι, φίλε, το κοινωνικό σου όραμα, εάν καν θυμάσαι τι σημαίνουν οι παραπάνω λέξεις; Να γερνούν απλώς οι πολίτες μέσα σε ένα κουκούλι εισοδηματικής ασφάλειας; Να εισπράττουν, μήνας μπαίνει-μήνας βγαίνει, έναν μισθό, με τον οποίον να ικανοποιούν τις βασικές ανάγκες, αλλά και τις καταναλωτικές τους επιθυμίες; Και οι εργάσιμες ώρες τους ας κυλούν σαν ρόδες που γυρίζουν στο κενό; Και η φυσική δημιουργικότητά τους ας μαραζώνει μέσα στη ρουτίνα; Και το μυαλό τους ας ναρκώνεται κόβοντας κλήσεις, δίνοντας ρέστα στα διόδια, μετρώντας λεφτά στα γκισέ των τραπεζών; Νομίζεις ότι όσοι επαγγέλθηκαν τις μεγάλες επαναστάσεις και όσοι ιδίως θυσιάστηκαν στο βωμό τους ονειρεύονταν μια κοινωνία -καλοταϊσμένων, έστω- ευνούχων; Αλλοτριωμένων υπάρξεων που ξεδίνουν απατώντας στα μουλωχτά τους συζύγους τους, κραυγάζοντας σε κερκίδες γηπέδων -μονίμως οπαδοί, σπανίως παίκτες οι ίδιοι- και επιστρέφουν σπίτι για να ροχαλίσουν μπρος στην τηλεόραση;».
«Και τις δουλειές ποιος θα τις κάνει;» θα πήγαινε να με στριμώξει ο συνδικαλιστής.
«Ελπίζω να μην εννοείς τις προσχηματικές δουλειές, τις θέσεις που επινοούνται για να βολευτούν τα ρουσφέτια. Ούτε τις εργασίες που η τεχνολογική πρόοδος έχει αναθέσει εξ ολοκλήρου σε μηχανήματα – άσχετο εάν πολλοί Έλληνες συνταξιούχοι προτιμούν να ξεροσταλιάζουν στις ουρές των τραπεζών παρά να χρησιμοποιούν τα ΑΤΜ. Ελπίζω να μιλάς για αναγκαίες αγγαρείες, οι οποίες δεν παρέχουν την ευφορία μηδέ της διανοητικής εγρήγορσης μηδέ της ιδιαίτερης ψυχικής προσφοράς. Αυτές θα μπορούσαν να διεκπεραιώνονται από όλους τους πολίτες, εκ περιτροπής. Ήδη -και σε καπιταλιστικές, μάλιστα, χώρες- τα σχολεία βάφονται από συνεργεία γονέων. Τα ασθενοφόρα στα χωριά τα οδηγούν εθελοντές σε βάρδιες. Οι σχολικοί τροχονόμοι δεν είναι υπάλληλοι, μα κοτσονάτοι παππούδες και γιαγιάδες… Ο Μαρξ το έχει προφητέψει: “Στην κοινωνία του μέλλοντος, ο καθένας μας θα κυνηγάει το πρωί, θα ψαρεύει το απόγευμα, θα γράφει ποιήματα ή θα ζωγραφίζει το βράδυ…”».
«Και μέχρι τότε τι θα συμβεί;» θα με ρωτούσε ο συνδικαλιστής. «Με την εξάρθρωση του κράτους πρόνοιας, με την εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων;».
«Κοινή η πάλη μας για δωρεάν υγεία και παιδεία, για όσους τουλάχιστον δεν μπορούν να την πληρώσουν. Όσο όμως συνεχίζεις να υπερασπίζεσαι τις υπηρεσίες-άσυλα διορισμένων, τους οργανισμούς-αποβλακωτήρια υπαλλήλων, τόσο θα με βρίσκεις άκαμπτο απέναντί σου.».
«Πολύ επαναστάτης μάς προέκυψες!».
«Η επόμενη μεγάλη επανάσταση δεν θα στραφεί εναντίον του κοινωνικο-οικονομικού κατεστημένου. Δεν θα έχει ως αρχικό στόχο τις τράπεζες ή τις αγορές. Θα γκρεμίσει τον κατεστημένο τρόπο ζωής. Τις δικές μας συνήθειες, ευκολίες και υπεκφυγές. Στην επόμενη μεγάλη επανάσταση, για να λάβεις μέρος, θα πρέπει να υπερβείς και να επανεφεύρεις, πρώτα και πάνω από όλα, τον εαυτό σου.».
Όταν αντικρίζεις μία λεγεώνα να διατελεί (και να οδηγεί όποιον συναντάει στο διάβα της) σε κατάσταση εκτός εαυτού, η αυθόρμητη, καλοπροαίρετη ευχή σου, είναι να βρει το δίκιο της. Αν μη τι άλλο, προκειμένου να ησυχάσουν τα αυτιά εαυτών και αλλήλων.
Το δε συμπέρασμα που λογικά εξάγεις είναι πως το να μεταταγεί κανείς στην ΕΛ.ΑΣ. ισοδυναμεί με κάθοδο στην κόλαση. Ή ότι το να εργάζεται στη Δημοτική Αστυνομία αποτελεί τον επί γης παράδεισο.
Δεν γνωρίζω -το ομολογώ- σε τι ακριβώς διαφέρουν από άποψη συνθηκών δουλειάς οι δύο υπηρεσίες. Φαντάζομαι ότι ένας εύγλωττος συνδικαλιστής θα μπορούσε -προς στιγμήν, τουλάχιστον- να με πείσει πως η κυβερνητική απόφαση σημαίνει μισθολογική καταβαράθρωση, συνταξιοδοτική αβεβαιότητα, ξερίζωμα των σωματειακών κατακτήσεων, ταπείνωση.
Θα επέμενα ωστόσο να ρωτάω: «Δηλαδή, όλοι ετούτοι οι νέοι άνθρωποι θα ένιωθαν υπαρξιακά πλήρεις εάν απλώς παρέμεναν στις τάξεις της Δημοτικής Αστυνομίας;».
«Τι υπαρξιακά και ξε-υπαρξιακά;» θα χλεύαζε έκπληκτος ο συνδικαλιστής. «Εδώ ο ελληνικός λαός οδηγείται στην ανέχεια, εδώ η ανεργία καλπάζει, κι εσύ μου τσαμπουνάς ελιτίστικα ερωτήματα; Προβληματισμούς σαλονιού; Πες το καλύτερα ειλικρινά πως είσαι ένας λακές του συστήματος, ένας σφογγοκωλάριος της Μέρκελ!».
Με τη σειρά μου, θα εξαγριωνόμουν: «Ποιο είναι, φίλε, το κοινωνικό σου όραμα, εάν καν θυμάσαι τι σημαίνουν οι παραπάνω λέξεις; Να γερνούν απλώς οι πολίτες μέσα σε ένα κουκούλι εισοδηματικής ασφάλειας; Να εισπράττουν, μήνας μπαίνει-μήνας βγαίνει, έναν μισθό, με τον οποίον να ικανοποιούν τις βασικές ανάγκες, αλλά και τις καταναλωτικές τους επιθυμίες; Και οι εργάσιμες ώρες τους ας κυλούν σαν ρόδες που γυρίζουν στο κενό; Και η φυσική δημιουργικότητά τους ας μαραζώνει μέσα στη ρουτίνα; Και το μυαλό τους ας ναρκώνεται κόβοντας κλήσεις, δίνοντας ρέστα στα διόδια, μετρώντας λεφτά στα γκισέ των τραπεζών; Νομίζεις ότι όσοι επαγγέλθηκαν τις μεγάλες επαναστάσεις και όσοι ιδίως θυσιάστηκαν στο βωμό τους ονειρεύονταν μια κοινωνία -καλοταϊσμένων, έστω- ευνούχων; Αλλοτριωμένων υπάρξεων που ξεδίνουν απατώντας στα μουλωχτά τους συζύγους τους, κραυγάζοντας σε κερκίδες γηπέδων -μονίμως οπαδοί, σπανίως παίκτες οι ίδιοι- και επιστρέφουν σπίτι για να ροχαλίσουν μπρος στην τηλεόραση;».
«Και τις δουλειές ποιος θα τις κάνει;» θα πήγαινε να με στριμώξει ο συνδικαλιστής.
«Ελπίζω να μην εννοείς τις προσχηματικές δουλειές, τις θέσεις που επινοούνται για να βολευτούν τα ρουσφέτια. Ούτε τις εργασίες που η τεχνολογική πρόοδος έχει αναθέσει εξ ολοκλήρου σε μηχανήματα – άσχετο εάν πολλοί Έλληνες συνταξιούχοι προτιμούν να ξεροσταλιάζουν στις ουρές των τραπεζών παρά να χρησιμοποιούν τα ΑΤΜ. Ελπίζω να μιλάς για αναγκαίες αγγαρείες, οι οποίες δεν παρέχουν την ευφορία μηδέ της διανοητικής εγρήγορσης μηδέ της ιδιαίτερης ψυχικής προσφοράς. Αυτές θα μπορούσαν να διεκπεραιώνονται από όλους τους πολίτες, εκ περιτροπής. Ήδη -και σε καπιταλιστικές, μάλιστα, χώρες- τα σχολεία βάφονται από συνεργεία γονέων. Τα ασθενοφόρα στα χωριά τα οδηγούν εθελοντές σε βάρδιες. Οι σχολικοί τροχονόμοι δεν είναι υπάλληλοι, μα κοτσονάτοι παππούδες και γιαγιάδες… Ο Μαρξ το έχει προφητέψει: “Στην κοινωνία του μέλλοντος, ο καθένας μας θα κυνηγάει το πρωί, θα ψαρεύει το απόγευμα, θα γράφει ποιήματα ή θα ζωγραφίζει το βράδυ…”».
«Και μέχρι τότε τι θα συμβεί;» θα με ρωτούσε ο συνδικαλιστής. «Με την εξάρθρωση του κράτους πρόνοιας, με την εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων;».
«Κοινή η πάλη μας για δωρεάν υγεία και παιδεία, για όσους τουλάχιστον δεν μπορούν να την πληρώσουν. Όσο όμως συνεχίζεις να υπερασπίζεσαι τις υπηρεσίες-άσυλα διορισμένων, τους οργανισμούς-αποβλακωτήρια υπαλλήλων, τόσο θα με βρίσκεις άκαμπτο απέναντί σου.».
«Πολύ επαναστάτης μάς προέκυψες!».
«Η επόμενη μεγάλη επανάσταση δεν θα στραφεί εναντίον του κοινωνικο-οικονομικού κατεστημένου. Δεν θα έχει ως αρχικό στόχο τις τράπεζες ή τις αγορές. Θα γκρεμίσει τον κατεστημένο τρόπο ζωής. Τις δικές μας συνήθειες, ευκολίες και υπεκφυγές. Στην επόμενη μεγάλη επανάσταση, για να λάβεις μέρος, θα πρέπει να υπερβείς και να επανεφεύρεις, πρώτα και πάνω από όλα, τον εαυτό σου.».
http://www.protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.