107 ετών, ακμαιότατος. Διακεκριμένος φιλόλογος και ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο Εμμανουήλ Κριαράς δεν το βάζει κάτω. Αντιθέτως, το τελευταίο βιβλίο του βρίσκεται στη φάση της εκτύπωσης και φέρει τον τίτλο «Απόλογος Βίου». Μια παρόμοια, άκρως σημαντική, αναψηλάφηση της ζωής και του έργου του έκανε στη συνέντευξη που παραχώρησε το ΑΠΕ-ΜΠΕ και στη δημοσιογράφο, Βίκυ Χαρισοπούλου.
Γεννημένος στις 28 Νοεμβρίου 1906 (15 Νοεμβρίου σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο που ίσχυε τότε) στον Πειραιά, ο κ. Κριαράς, παραδέχεται πως «δεν ήλπιζα τόσο μακρά ζωή… Θυμάμαι– ξέρετε -τον κομήτη του Χάλεϊ, την εμφάνιση του Βενιζέλου, παρέστην – μικρό παιδί- σε ένοπλο συλλαλητήριο στην Κρήτη».
Έντονος κριτής των σημερινών πραγμάτων, όπως είναι, και όχι αποστασιοποιημένος στον εσωτερικό κόσμο των βιβλίων, επισημαίνει με χαρακτηριστικό τρόπο «Δεν θέλω πλέον να ζω. Θέλω να διατηρήσω την αισιοδοξία μου αλλά δεν μου το επιτρέπουν τα «πράγματα» όπως έχουν καταστεί. Και σε κοινωνικό και σε προσωπικό επίπεδο. Κοινωνικά, μ” αυτή την κατάπτωση την οικονομική, αλλά όχι μόνο. Είναι πολιτικό το πρόβλημα και βεβαίως και πρόβλημα παιδείας. Ο Έλληνας έχει τον… ηρωισμό να θαυμάζει το αρχαίους– χωρίς, όμως, να τους γνωρίζει, ούτε να τους καταλαβαίνει. Έτσι, γιατί τον βολεύουν… Παράλληλα, φροντίζει για τον διορισμό του «ανάξιου» συνήθως παιδιού του σε βάρος του άξιου παιδιού του διπλανού, ο οποίος δεν έχει τις ίδιες… γνωριμίες, φροντίζει να δουλεύει όσο το δυνατό λιγότερο, να πάει αργότερα και να φεύγει νωρίτερα από τη δουλειά του, να βάζει στην τσέπη του ό,τι και όσο μπορεί ο καθένας– όχι μόνο οι πολιτικοί- απ” αυτά που δεν του ανήκουν, να μισεί και να υπονομεύει τον «άλλο», να…».
Μάλιστα, δεν διστάζει να αναφερθεί και στην περιβόητη φράση του Θεόδωρου Πάγκαλου«μαζί τα φάγαμε», αντιλέγοντας ««Ενέχει μια μεγάλη αλήθεια αυτή η ρήση. Υπό την έννοια της νοοτροπίας που έχει επικρατήσει. Λείπει η εθνική αλληλεγγύη και επικρατεί- ακόμα και σήμερα εν μέσω αυτής της ανθρωποφονικής κρίσης -το ατομικό συμφέρον».
Παραδέχεται πως δεν ψηφίζει πλέον («δεν με βαστούν τα πόδια μου»), μιλάει για το ΠΑΣΟΚ («θα ήθελα να είναι πιο σοσιαλιστικό το κόμμα»), επικρίνει τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και βγάζει μια πικρία για την ΔΗΜΑΡ («όχι, όχι δεν είμαι υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν έχω εμπιστοσύνη σ” αυτά που λέει ο κ. Τσίπρας, ούτε το ΚΚΕ. Τον κομμουνισμό τον γνωρίσαμε στη Ρωσία έτσι όπως εφαρμόστηκε … Ήμουν υπέρ του κ. Κουβέλη. Πίστευα πως είναι αυτός που εκφράζει μια αριστερή πολιτική, αλλά δημοκρατική. Όπως ήταν και το όνομα του κόμματός του. Είναι λυπηρό, όμως, το ότι και σ” αυτό τον πολιτικό χώρο υπήρξαν εσωτερικές διαφωνίες και διασπαστικές κινήσεις που οδήγησαν και στην αποχώρησή του από την κυβέρνηση».
Η πρόταση που κάνει στους νέους ανθρώπους είναι η εξής: «Πρώτον οι νέοι να μην φεύγουν στο εξωτερικό. Να μάθουν να επιμένουν και να υπομένουν. Χάνουμε το αίμα μας ως έθνος με τη φυγή των νέων. Δεύτερον: Να μείνουν εδώ, να δουλέψουν, να αγαπήσουν την εργασία, να μην απεργούν (εδικά οι δάσκαλοι, οι γιατροί…) Και τρίτον… εγώ να φύγω… Κουράστηκα πια. Δεν θέλω άλλο να ζω για να βλέπω αυτή την κατάσταση».
Ίδια πικρία βγάζει, όμως, και όταν μιλάει επί προσωπικού και μάλιστα με μια δόση… λεπτού χιούμορ. «Το ξέρω καλά. Οι περισσότεροι– ειδικά κάποιοι νεόκοποι από τις τηλεοράσεις που έρχονται να με δουν, να μου ζητήσουν «δηλώσεις», δεν είναι γιατί γνωρίζουν και εκτιμούν το έργο και την προσωπικότητά μου. Είναι η ηλικία μου που τους κάνει εντύπωση. Δεν επεπόθησα ξέρετε τόσο μακρύ βίο… Έγινε. Δεν θέλω πια άλλο να ζήσω. Η χαρά μου (η αγαπημένη μου σύζυγος) έφυγε. Ο έρωτας– τον οποίο η ύπαρξή της και μόνο μου ενέπνεε, ο έρωτας για τη ζωή, τη δημιουργία και την εργασία, για τη δημιουργία, δεν υπάρχει πια. Οπότε, σας ευχαριστώ για τις ευχές και τα δώρα αλλά… είναι πλέον περιττά. Και η εποχή μας δεν το θέλει το περιττό..».
Γεννημένος στις 28 Νοεμβρίου 1906 (15 Νοεμβρίου σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο που ίσχυε τότε) στον Πειραιά, ο κ. Κριαράς, παραδέχεται πως «δεν ήλπιζα τόσο μακρά ζωή… Θυμάμαι– ξέρετε -τον κομήτη του Χάλεϊ, την εμφάνιση του Βενιζέλου, παρέστην – μικρό παιδί- σε ένοπλο συλλαλητήριο στην Κρήτη».
Έντονος κριτής των σημερινών πραγμάτων, όπως είναι, και όχι αποστασιοποιημένος στον εσωτερικό κόσμο των βιβλίων, επισημαίνει με χαρακτηριστικό τρόπο «Δεν θέλω πλέον να ζω. Θέλω να διατηρήσω την αισιοδοξία μου αλλά δεν μου το επιτρέπουν τα «πράγματα» όπως έχουν καταστεί. Και σε κοινωνικό και σε προσωπικό επίπεδο. Κοινωνικά, μ” αυτή την κατάπτωση την οικονομική, αλλά όχι μόνο. Είναι πολιτικό το πρόβλημα και βεβαίως και πρόβλημα παιδείας. Ο Έλληνας έχει τον… ηρωισμό να θαυμάζει το αρχαίους– χωρίς, όμως, να τους γνωρίζει, ούτε να τους καταλαβαίνει. Έτσι, γιατί τον βολεύουν… Παράλληλα, φροντίζει για τον διορισμό του «ανάξιου» συνήθως παιδιού του σε βάρος του άξιου παιδιού του διπλανού, ο οποίος δεν έχει τις ίδιες… γνωριμίες, φροντίζει να δουλεύει όσο το δυνατό λιγότερο, να πάει αργότερα και να φεύγει νωρίτερα από τη δουλειά του, να βάζει στην τσέπη του ό,τι και όσο μπορεί ο καθένας– όχι μόνο οι πολιτικοί- απ” αυτά που δεν του ανήκουν, να μισεί και να υπονομεύει τον «άλλο», να…».
Μάλιστα, δεν διστάζει να αναφερθεί και στην περιβόητη φράση του Θεόδωρου Πάγκαλου«μαζί τα φάγαμε», αντιλέγοντας ««Ενέχει μια μεγάλη αλήθεια αυτή η ρήση. Υπό την έννοια της νοοτροπίας που έχει επικρατήσει. Λείπει η εθνική αλληλεγγύη και επικρατεί- ακόμα και σήμερα εν μέσω αυτής της ανθρωποφονικής κρίσης -το ατομικό συμφέρον».
Παραδέχεται πως δεν ψηφίζει πλέον («δεν με βαστούν τα πόδια μου»), μιλάει για το ΠΑΣΟΚ («θα ήθελα να είναι πιο σοσιαλιστικό το κόμμα»), επικρίνει τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και βγάζει μια πικρία για την ΔΗΜΑΡ («όχι, όχι δεν είμαι υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν έχω εμπιστοσύνη σ” αυτά που λέει ο κ. Τσίπρας, ούτε το ΚΚΕ. Τον κομμουνισμό τον γνωρίσαμε στη Ρωσία έτσι όπως εφαρμόστηκε … Ήμουν υπέρ του κ. Κουβέλη. Πίστευα πως είναι αυτός που εκφράζει μια αριστερή πολιτική, αλλά δημοκρατική. Όπως ήταν και το όνομα του κόμματός του. Είναι λυπηρό, όμως, το ότι και σ” αυτό τον πολιτικό χώρο υπήρξαν εσωτερικές διαφωνίες και διασπαστικές κινήσεις που οδήγησαν και στην αποχώρησή του από την κυβέρνηση».
Η πρόταση που κάνει στους νέους ανθρώπους είναι η εξής: «Πρώτον οι νέοι να μην φεύγουν στο εξωτερικό. Να μάθουν να επιμένουν και να υπομένουν. Χάνουμε το αίμα μας ως έθνος με τη φυγή των νέων. Δεύτερον: Να μείνουν εδώ, να δουλέψουν, να αγαπήσουν την εργασία, να μην απεργούν (εδικά οι δάσκαλοι, οι γιατροί…) Και τρίτον… εγώ να φύγω… Κουράστηκα πια. Δεν θέλω άλλο να ζω για να βλέπω αυτή την κατάσταση».
Ίδια πικρία βγάζει, όμως, και όταν μιλάει επί προσωπικού και μάλιστα με μια δόση… λεπτού χιούμορ. «Το ξέρω καλά. Οι περισσότεροι– ειδικά κάποιοι νεόκοποι από τις τηλεοράσεις που έρχονται να με δουν, να μου ζητήσουν «δηλώσεις», δεν είναι γιατί γνωρίζουν και εκτιμούν το έργο και την προσωπικότητά μου. Είναι η ηλικία μου που τους κάνει εντύπωση. Δεν επεπόθησα ξέρετε τόσο μακρύ βίο… Έγινε. Δεν θέλω πια άλλο να ζήσω. Η χαρά μου (η αγαπημένη μου σύζυγος) έφυγε. Ο έρωτας– τον οποίο η ύπαρξή της και μόνο μου ενέπνεε, ο έρωτας για τη ζωή, τη δημιουργία και την εργασία, για τη δημιουργία, δεν υπάρχει πια. Οπότε, σας ευχαριστώ για τις ευχές και τα δώρα αλλά… είναι πλέον περιττά. Και η εποχή μας δεν το θέλει το περιττό..».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.