Έχουμε τον κ. Φίλιππο Σαχινίδη, Βουλευτή ΠΑΣΟΚ στο Ν. Λάρισας και καλό θα είναι να θυμίζουμε και τις εκλογικές περιφέρειες, αν και το κείμενο της Προγραμματικής Συμφωνίας μας μιλάει για το στόχο εξάντλησης της τετραετίας. Στη τηλεφωνική μας γραμμή, λοιπόν, ο Βουλευτής του ΠΑΣΟΚ στο Ν. Λάρισας, πρώην Υπουργός Οικονομικών και υπεύθυνος του Τομέα Οικονομικών του Κόμματός του. Καλή σας ημέρα κ. Σαχινίδη. Καλημέρα σας.
Να ξεκινήσουμε από αυτό το κείμενο της Προγραμματικής Συμφωνίας, πολλά τα σημεία συμφωνίας αλλά ας ξεκινήσω από τις ενστάσεις που υπάρχουν, με το δεδομένο ότι αποτελεί μια διακήρυξη αρχών και δεν είναι ένα λεπτομερές Κυβερνητικό Πρόγραμμα. Από την άλλη ότι θα μπορούσε να είναι ένα κείμενο το οποίο εισάγει μια κουλτούρα συνεργασίας με την προϋπόθεση όμως, ότι και ο δεύτερος εταίρος, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, θα διατηρούσε τα μεγάλα ποσοστά του προηγούμενου διαστήματος.
Έχετε δίκιο ότι στη χώρα μας υπάρχει έλλειψη κουλτούρας πολιτικής συναίνεσης. Η χώρα υποχρεώθηκε να πάρει αποφάσεις και συγκεκριμένα, τα Κόμματα υποχρεώθηκαν να πάρουν αποφάσεις μετά τα αποτελέσματα των εκλογών του Μαΐου και Ιουνίου του 2012. Αν εξαιρέσει κάποιος την Οικουμενική Κυβέρνηση του 1989 και τις συνεργασίες που προέκυψαν μετά τις εκλογές του 1989, από το 1974 και μετά οι σχέσεις μεταξύ των Κομμάτων ήταν περισσότερο σχέσεις πόλωσης και πολύ λιγότερο σχέσεις συνεργασίας. Για πρώτη φορά λοιπόν υποχρεώθηκαν να συνεργαστούν. Το καλοκαίρι έγινε μια πρώτη απόπειρα αμέσως μετά τις εκλογές τον Ιούνιο του 2012, να συνεργαστούν τρία Κόμματα με διαφορετικές αντιλήψεις και ιδεολογικές αφετηρίες. Η προσπάθεια αυτή δοκιμάστηκε κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Από την προσπάθεια εκείνη, εγώ θέλω να μείνω στα θετικά. Ότι, δηλαδή, για πρώτη φορά στη χώρα τρία Κόμματα κατάφεραν να συνεργαστούν έστω και για ένα χρονικό διάστημα περίπου ενός χρόνου και τώρα αυτή τη στιγμή συνεχίζεται η συνεργασία μεταξύ δύο Κομμάτων. Γιατί, λοιπόν, αυτά τα δύο Κόμματα συνεργάζονται; Γιατί κάποιος μπορεί να πει «συγνώμη, μήπως υπάρχει τέτοια σύγκληση μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. που ουσιαστικά δεν υφίσταται και λόγος να υπάρχουν ως διαφορετικά;”
Αυτό θα ήταν το δεύτερο ερώτημά μου. Αν υπάρχει ανάγκη να είναι διαφορετικοί κομματικοί πολιτικοί φορείς τη στιγμή που υπάρχει – ένα μίνιμουμ έστω – συμφωνίας σε αρκετά σημεία.
Αυτό που θέλω να σας πω είναι ότι, η συνεργασία ανάμεσα στη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ είναι το αποτέλεσμα μιας ανάγκης που διαμορφώνεται από ένα εκλογικό αποτέλεσμα, που δίνει μια συγκεκριμένη σύνθεση στη Βουλή και εάν το ΠΑΣΟΚ επέμενε τον Ιούνιο του 2012 να μην συμμετάσχει σε μια Κυβέρνηση και ζητούσε από τα δύο μεγάλα Κόμματα, δηλαδή από το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ, να συμμετάσχουν στη διαμόρφωση ενός κυβερνητικού σχήματος, τότε θα ήταν πολύ πιθανό η Χώρα να οδηγούνταν σε ακυβερνησία. Και όχι μόνο σε ακυβερνησία αλλά θα βρισκόμασταν αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο χρεωκοπίας και ενδεχομένως εξόδου από την Ευρωζώνη. Ο τρόπος, το πλαίσιο, με το οποίο το προσδιορίζετε, δίνει μία διάσταση πρόσκαιρου.
Βεβαίως. Έχει ένα περιεχόμενο το οποίο συνδιαμορφώνεται από τις αναγκαιότητες της χώρας.
Της χώρας ή του μομέντου; Του μομέντου, με την έννοια, ότι η χώρα έπρεπε να κυβερνηθεί με βάση το αποτέλεσμα που προέκυψε από τις εκλογές του Ιουνίου του 2012. Το ιδανικό, κατά την προσωπική μου άποψη, θα ήταν να συγκροτηθεί μία Κυβέρνηση όπου το πρώτο Κόμμα και η Αξιωματική Αντιπολίτευση θα αναλάμβαναν τις ευθύνες τους και θα προχωρούσαν σε ένα νέο ιστορικό συμβιβασμό και θα προχωρούσαν στην διαμόρφωση μίας Κυβέρνησης από κοινού. Ο ΣΥΡΙΖΑ, επέλεξε την εύκολη λύση. Ουσιαστικά η στάση του οδήγησε στο σχηματισμό μιας Κυβέρνησης μεταξύ ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΔΗΜΑΡ. Αυτή τη στιγμή εμείς λέμε ότι αν το ΠΑΣΟΚ για οποιονδήποτε λόγο, ακόμη και τώρα, άλλαζε τη θέση του, και έλεγε ότι “ξέρετε κάτι, εγώ θεωρώ ότι δεν μπορώ να συνεργαστώ γιατί έχω ιστορικές διαφορές, διότι βρισκόμασταν σε μία σχέση αντιπαλότητας», θα οδηγούσαμε τη χώρα σε εκλογές. Ανήκω στους ανθρώπους, στους πολιτικούς, οι οποίοι από την εποχή της Κυβέρνησης Παπαδήμου έλεγαν ότι τα προβλήματα της χώρας δεν πρόκειται να λυθούν με εκλογές. Και μάλιστα τότε, μαζί με άλλους συναδέλφους μου, μέλη της Κυβέρνησης Παπαδήμου, είχαμε ετοιμάσει ένα κείμενο όπου λέγαμε ότι αυτό το οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία, ήταν η χώρα να προχωρήσει στην υλοποίηση όλων εκείνων των αναγκαίων αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που θα της επέτρεπαν να φύγουμε από την κρίση. Διότι, έλεγα τότε, η διεξαγωγή εκλογών, θα αυξήσει και θα ενισχύσει την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια και αυτό θα δημιουργήσει τρομακτικά προβλήματα. Επιβεβαιωθήκαμε. Δύο μήνες αργότερα, έγιναν οι εκλογές, αυτές οι εκλογές οδήγησαν σ’ ένα πρώτο αποτέλεσμα το οποίο δημιούργησε τεράστια ανασφάλεια.
Να ξεκινήσουμε από αυτό το κείμενο της Προγραμματικής Συμφωνίας, πολλά τα σημεία συμφωνίας αλλά ας ξεκινήσω από τις ενστάσεις που υπάρχουν, με το δεδομένο ότι αποτελεί μια διακήρυξη αρχών και δεν είναι ένα λεπτομερές Κυβερνητικό Πρόγραμμα. Από την άλλη ότι θα μπορούσε να είναι ένα κείμενο το οποίο εισάγει μια κουλτούρα συνεργασίας με την προϋπόθεση όμως, ότι και ο δεύτερος εταίρος, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, θα διατηρούσε τα μεγάλα ποσοστά του προηγούμενου διαστήματος.
Έχετε δίκιο ότι στη χώρα μας υπάρχει έλλειψη κουλτούρας πολιτικής συναίνεσης. Η χώρα υποχρεώθηκε να πάρει αποφάσεις και συγκεκριμένα, τα Κόμματα υποχρεώθηκαν να πάρουν αποφάσεις μετά τα αποτελέσματα των εκλογών του Μαΐου και Ιουνίου του 2012. Αν εξαιρέσει κάποιος την Οικουμενική Κυβέρνηση του 1989 και τις συνεργασίες που προέκυψαν μετά τις εκλογές του 1989, από το 1974 και μετά οι σχέσεις μεταξύ των Κομμάτων ήταν περισσότερο σχέσεις πόλωσης και πολύ λιγότερο σχέσεις συνεργασίας. Για πρώτη φορά λοιπόν υποχρεώθηκαν να συνεργαστούν. Το καλοκαίρι έγινε μια πρώτη απόπειρα αμέσως μετά τις εκλογές τον Ιούνιο του 2012, να συνεργαστούν τρία Κόμματα με διαφορετικές αντιλήψεις και ιδεολογικές αφετηρίες. Η προσπάθεια αυτή δοκιμάστηκε κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Από την προσπάθεια εκείνη, εγώ θέλω να μείνω στα θετικά. Ότι, δηλαδή, για πρώτη φορά στη χώρα τρία Κόμματα κατάφεραν να συνεργαστούν έστω και για ένα χρονικό διάστημα περίπου ενός χρόνου και τώρα αυτή τη στιγμή συνεχίζεται η συνεργασία μεταξύ δύο Κομμάτων. Γιατί, λοιπόν, αυτά τα δύο Κόμματα συνεργάζονται; Γιατί κάποιος μπορεί να πει «συγνώμη, μήπως υπάρχει τέτοια σύγκληση μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. που ουσιαστικά δεν υφίσταται και λόγος να υπάρχουν ως διαφορετικά;”
Αυτό θα ήταν το δεύτερο ερώτημά μου. Αν υπάρχει ανάγκη να είναι διαφορετικοί κομματικοί πολιτικοί φορείς τη στιγμή που υπάρχει – ένα μίνιμουμ έστω – συμφωνίας σε αρκετά σημεία.
Αυτό που θέλω να σας πω είναι ότι, η συνεργασία ανάμεσα στη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ είναι το αποτέλεσμα μιας ανάγκης που διαμορφώνεται από ένα εκλογικό αποτέλεσμα, που δίνει μια συγκεκριμένη σύνθεση στη Βουλή και εάν το ΠΑΣΟΚ επέμενε τον Ιούνιο του 2012 να μην συμμετάσχει σε μια Κυβέρνηση και ζητούσε από τα δύο μεγάλα Κόμματα, δηλαδή από το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ, να συμμετάσχουν στη διαμόρφωση ενός κυβερνητικού σχήματος, τότε θα ήταν πολύ πιθανό η Χώρα να οδηγούνταν σε ακυβερνησία. Και όχι μόνο σε ακυβερνησία αλλά θα βρισκόμασταν αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο χρεωκοπίας και ενδεχομένως εξόδου από την Ευρωζώνη. Ο τρόπος, το πλαίσιο, με το οποίο το προσδιορίζετε, δίνει μία διάσταση πρόσκαιρου.
Βεβαίως. Έχει ένα περιεχόμενο το οποίο συνδιαμορφώνεται από τις αναγκαιότητες της χώρας.
Της χώρας ή του μομέντου; Του μομέντου, με την έννοια, ότι η χώρα έπρεπε να κυβερνηθεί με βάση το αποτέλεσμα που προέκυψε από τις εκλογές του Ιουνίου του 2012. Το ιδανικό, κατά την προσωπική μου άποψη, θα ήταν να συγκροτηθεί μία Κυβέρνηση όπου το πρώτο Κόμμα και η Αξιωματική Αντιπολίτευση θα αναλάμβαναν τις ευθύνες τους και θα προχωρούσαν σε ένα νέο ιστορικό συμβιβασμό και θα προχωρούσαν στην διαμόρφωση μίας Κυβέρνησης από κοινού. Ο ΣΥΡΙΖΑ, επέλεξε την εύκολη λύση. Ουσιαστικά η στάση του οδήγησε στο σχηματισμό μιας Κυβέρνησης μεταξύ ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΔΗΜΑΡ. Αυτή τη στιγμή εμείς λέμε ότι αν το ΠΑΣΟΚ για οποιονδήποτε λόγο, ακόμη και τώρα, άλλαζε τη θέση του, και έλεγε ότι “ξέρετε κάτι, εγώ θεωρώ ότι δεν μπορώ να συνεργαστώ γιατί έχω ιστορικές διαφορές, διότι βρισκόμασταν σε μία σχέση αντιπαλότητας», θα οδηγούσαμε τη χώρα σε εκλογές. Ανήκω στους ανθρώπους, στους πολιτικούς, οι οποίοι από την εποχή της Κυβέρνησης Παπαδήμου έλεγαν ότι τα προβλήματα της χώρας δεν πρόκειται να λυθούν με εκλογές. Και μάλιστα τότε, μαζί με άλλους συναδέλφους μου, μέλη της Κυβέρνησης Παπαδήμου, είχαμε ετοιμάσει ένα κείμενο όπου λέγαμε ότι αυτό το οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία, ήταν η χώρα να προχωρήσει στην υλοποίηση όλων εκείνων των αναγκαίων αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που θα της επέτρεπαν να φύγουμε από την κρίση. Διότι, έλεγα τότε, η διεξαγωγή εκλογών, θα αυξήσει και θα ενισχύσει την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια και αυτό θα δημιουργήσει τρομακτικά προβλήματα. Επιβεβαιωθήκαμε. Δύο μήνες αργότερα, έγιναν οι εκλογές, αυτές οι εκλογές οδήγησαν σ’ ένα πρώτο αποτέλεσμα το οποίο δημιούργησε τεράστια ανασφάλεια.
Σας υπενθυμίζω τα ποσοστά που πήρε η Ν.Δ. 18,5%. Ο ΣΥΡΙΖΑ 16,5%, το ΠΑΣΟΚ πήρε γύρω στο 13%. Να το δούμε σε μία προοπτική μέλλοντος; Και με δεδομένο, ότι τα γεγονότα της προηγούμενης χρονιάς, τα οποία ήταν θα έλεγα και δραματικά για το πολιτικό σύστημα γενικότερα, είχαν και συγκεκριμένα αποτελέσματα και συνέπειες, τις βλέπουμε λίγο-πολύ και τώρα να ξεδιπλώνονται. Είπατε προηγουμένως, προσδιορίσατε ως το ιδανικό, το να μπορούσε το πρώτο Κόμμα να συνεργαστεί με το δεύτερο, δηλαδή με το Κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Βεβαίως, γιατί έχουν και ιστορικές ευθύνες απέναντι στους πολίτες που τους τίμησαν. Στο κάτω-κάτω δεν βλέπω γιατί το ΠΑΣΟΚ, το οποίο υπέστη συντριπτική στρατηγικού περιεχομένου ήττα στις εκλογές το 2012, θα έπρεπε να συνεχίζει να αναλαμβάνει βάρη, τα οποία ούτως ή άλλως δεν του τα ανέθεσε ο Έλληνας πολίτης. Ο Έλληνας πολίτης ανέθεσε – αν θέλετε - έδωσε περισσότερες ευθύνες στη ΝΔ και στο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές του Ιουνίου, ο όπου έδωσε στην μεν ΝΔ 29,5% και στο ΣΥΡΙΖΑ 26,5%, λέγοντας ότι από σας ζητώ να ανταποκριθείτε με μεγαλύτερη υπευθυνότητα απέναντι στα προβλήματα της χώρας. Και δεν μπορεί να έρχεται κάθε λίγο και λιγάκι και να καλείται το ΠΑΣΟΚ, το οποίο στο κάτω-κάτω πήρε 12,5%, και να συνεισφέρει στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της χώρας. Ξέρετε, ο τρόπος με τον οποίο περιγράφετε εσείς, επαναφέρετε στη συζήτηση ένα παλαιότερο ερώτημα. Δηλαδή, μία σκιά, ότι το ΠΑΣΟΚ επί της ουσίας υποχρεώθηκε για τους λόγους τους οποίους περιγράψατε πριν, να προχωρήσει σε αυτή τη συνεργασία, επί της ουσίας όμως δεν την ήθελε, και ο τρόπος που το περιγράφετε, είναι σαν να μου λέτε περίπου ότι το φέρνει και βαρέως. Εμείς θεωρούμε, ότι είναι μία στάση ευθύνης η στάση που τήρησε το ΠΑΣΟΚ. Σας υπενθυμίζω. Όταν το ΠΑΣΟΚ ήταν στην Κυβέρνηση μόνο του, είχε απευθύνει πρόσκληση προς όλες τις πολιτικές παρατάξεις της χώρας να συνδράμουν στην προσπάθεια την οποία ξεκίνησε. Γιατί πίστευε και πιστεύει, ότι σ’ αυτές τις τόσο δύσκολες συνθήκες, απαιτούνται ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις. Οι οποίες, πολιτικές συναινέσεις, διασφαλίζουν ένα ισχυρότερο μέτωπο στο εσωτερικό της χώρας, άρα ενισχύεται η διαπραγματευτική θέση της Κυβέρνησης και βεβαίως, όταν ξεκινάς να διαπραγματευτείς με θεσμικούς πιστωτές από θέση ισχύος στο εσωτερικό της χώρας, ενδεχομένως να έχεις και καλύτερα αποτελέσματα. Πέρα από το γεγονός ότι δεν έχεις ταραχές, αβεβαιότητες, ανασφάλειες, οι οποίες επηρεάζουν και την πορεία υλοποιήσεως του Προγράμματος. Αυτά όλα τα οποία το ΠΑΣΟΚ διεκδίκησε, δεν μπόρεσε να τα εξασφαλίσει όταν ήταν μόνο του, παρά το γεγονός ότι είχε πάρει ένα πάρα πολύ υψηλό ποσοστό το 2009. Ναι. Θεωρώ, λοιπόν, ότι η χώρα κατέβαλε μεγάλο τίμημα εξαιτίας της –προκλητικής θα έλεγα- στάσης που τήρησαν όλα τα κόμματα, της Ν.Δ συμπεριλαμβανομένης, η οποία στάθηκε απέναντι. Και η Ν.Δ ήταν μαζί με τους διαδηλωτές στο Σύνταγμα. Πολλά στελέχη της ΝΔ, επώνυμα και ανώνυμα, ήταν στο Σύνταγμα και διαδήλωναν. Όλες αυτές λοιπόν οι στάσεις που τηρήθηκαν από το 2010 μέχρι και το 2011, σ’ ένα βαθμό επηρέασαν και τις εσωτερικές εξελίξεις, δηλαδή την πορεία της οικονομίας και στην υλοποίηση του προγράμματος αλλά ταυτοχρόνως, αποδυνάμωναν το εσωτερικό μέτωπο, και δεν επέτρεπαν στην Ελληνική κυβέρνηση να πάει να διαπραγματευτεί από θέση ισχύος. Η Ν.Δ, όταν πλέον εξασφαλίζει ένα ευνοϊκό εκλογικό αποτέλεσμα, ζητά πλέον από αυτούς στους οποίους αρνήθηκε την συνεργασία, ζητά να επιδείξουν στάση υπευθυνότητας. Εμείς παραμείναμε συνεπείς σ’ αυτό το οποίο λέγαμε και πριν από τις εκλογές του 2012. Δηλαδή, παραμείναμε το Κόμμα της υπευθυνότητας, το Κόμμα το οποίο είπε ότι η χώρα πρέπει να κυβερνηθεί. Και πρέπει να κυβερνηθεί για να προχωρήσουν αυτές οι αλλαγές. Εξ όσων δύναμαι να θυμάμαι, η Ν.Δ πριν από το 2012, υπόσχονταν στους Έλληνες προγράμματα, τα οποία κωδικοποίησε με την ονομασία «Ζάππειο», βάσει των οποίων θα μπορούσε να υπάρξει ένας δρόμος διαφορετικός απ΄αυτόν που είχε ακολουθήσει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και η κυβέρνηση του Λ. Παπαδήμου, για να δώσει απάντηση στα προβλήματα. Κρίθηκε εκ των υστέρων, ότι τα περισσότερα από αυτά που συμπεριλαμβάνονταν στα προγράμματά της, δεν μπορούσαν να υλοποιηθούν και ήταν πολύ μακριά από την πραγματικότητα και τις ανάγκες της χώρας. Επομένως, η Ν.Δ υποχώρησε στη στρατηγική την οποία το ΠΑΣΟΚ πρώτο είχε παρουσιάσει ως μία υπεύθυνη επιλογή για να δώσει απάντηση στην κρίση, στην οποία βρισκόταν η χώρα, και ακριβώς επειδή η ΝΔ υποχώρησε, εμείς θεωρήσαμε ότι μπορούμε να προχωρήσουμε σ’ αυτή την συνεργασία. Άρα, δεν προσπαθώ να δώσω ιδεολογικό περιεχόμενο σ’ αυτή την συνεργασία που υπάρχει ανάμεσα στη Ν.Δ και το ΠΑΣΟΚ.
Όχι. Κύριε Σαχινίδη, δεν σας διέκοψα, για να δω που θα καταλήξετε. Σας έκανα ένα πολύ συγκεκριμένο ερώτημα και κάνατε μία αναδρομή στο παρελθόν, όπου ο καθένας έχει βγάλει τα συμπεράσματά του, Νομίζω και το εκλογικό σώμα και έχει κρίνει και τα Κόμματα. Και θα μπορούσε να πει κανείς, ότι αυτό το οποίο περιγράφετε, ναι μεν καλά κάνετε και το περιγράφετε, αλλά δεν φαίνεται να το συμμερίζεται η κοινή γνώμη, με την έννοια ότι αν αυτό είχε γίνει συνείδηση της κοινής γνώμης, το ΠΑΣΟΚ θα είχε ποσοστά ενδεχομένως και μεγαλύτερα από αυτά των εκλογών του 2013. Έχετε δίκιο. Σας διέκοψα με μία παρατήρηση που υποπτεύομαι ότι θέλετε να την απαντήσετε. Μας περιγράψατε το τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκε και τις ευθύνες τις οποίες ανέλαβε το ΠΑΣΟΚ την περίοδο μετά τις εκλογές. Η παρατήρηση η δική μου, κ. Σαχινίδη, ήταν ότι αυτό δε φαίνεται να αποτελεί και συμπέρασμα, η δική σας οπτική, να αποτελεί και συμπέρασμα της κοινής γνώμης. Το σέβομαι. Αυτό σημαίνει, ότι εμείς δεν καταφέραμε πρώτον, να είμαστε αποτελεσματικοί, δεν καταφέραμε να πείσουμε την κοινή γνώμη. Αυτό δε σημαίνει, ότι έχω την ιστορική ευθύνη να υπερασπιστώ μία άποψη, η οποία μπορεί να μην είναι αυτή τη στιγμή η άποψη που έχει γίνει αποδεκτή από την κοινή γνώμη, να υπερασπιστώ επιλογές οι οποίες έγιναν. Από εκεί και πέρα θα συνεχίσω να υπερασπίζομαι ότι, πρώτον με αφορμή και την τελευταία εξέλιξη, δηλαδή την κατάθεση της Προγραμματικής Συμφωνίας, ότι η διάκριση που υπάρχει η ιστορική και λειτουργεί στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μεταξύ κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς δεν έχει αρθεί. Με λίγα λόγια, η Ευρώπη λειτουργεί στο πλαίσιο ενός διπολισμού. Όχι δικομματισμού, γιατί ο δικομματισμός είναι μια ιδιαιτερότητα της Ελλάδος. Συμπεραίνω ότι ελπίζετε, πιστεύετε και θέλετε να επενδύσετε στον διαχωρισμό της ιδεολογικο-πολιτικής ταυτότητας των δύο Κομμάτων, παρά το γεγονός της Προγραμματικής Συμφωνίας.
Όχι. Κύριε Σαχινίδη, δεν σας διέκοψα, για να δω που θα καταλήξετε. Σας έκανα ένα πολύ συγκεκριμένο ερώτημα και κάνατε μία αναδρομή στο παρελθόν, όπου ο καθένας έχει βγάλει τα συμπεράσματά του, Νομίζω και το εκλογικό σώμα και έχει κρίνει και τα Κόμματα. Και θα μπορούσε να πει κανείς, ότι αυτό το οποίο περιγράφετε, ναι μεν καλά κάνετε και το περιγράφετε, αλλά δεν φαίνεται να το συμμερίζεται η κοινή γνώμη, με την έννοια ότι αν αυτό είχε γίνει συνείδηση της κοινής γνώμης, το ΠΑΣΟΚ θα είχε ποσοστά ενδεχομένως και μεγαλύτερα από αυτά των εκλογών του 2013. Έχετε δίκιο. Σας διέκοψα με μία παρατήρηση που υποπτεύομαι ότι θέλετε να την απαντήσετε. Μας περιγράψατε το τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκε και τις ευθύνες τις οποίες ανέλαβε το ΠΑΣΟΚ την περίοδο μετά τις εκλογές. Η παρατήρηση η δική μου, κ. Σαχινίδη, ήταν ότι αυτό δε φαίνεται να αποτελεί και συμπέρασμα, η δική σας οπτική, να αποτελεί και συμπέρασμα της κοινής γνώμης. Το σέβομαι. Αυτό σημαίνει, ότι εμείς δεν καταφέραμε πρώτον, να είμαστε αποτελεσματικοί, δεν καταφέραμε να πείσουμε την κοινή γνώμη. Αυτό δε σημαίνει, ότι έχω την ιστορική ευθύνη να υπερασπιστώ μία άποψη, η οποία μπορεί να μην είναι αυτή τη στιγμή η άποψη που έχει γίνει αποδεκτή από την κοινή γνώμη, να υπερασπιστώ επιλογές οι οποίες έγιναν. Από εκεί και πέρα θα συνεχίσω να υπερασπίζομαι ότι, πρώτον με αφορμή και την τελευταία εξέλιξη, δηλαδή την κατάθεση της Προγραμματικής Συμφωνίας, ότι η διάκριση που υπάρχει η ιστορική και λειτουργεί στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μεταξύ κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς δεν έχει αρθεί. Με λίγα λόγια, η Ευρώπη λειτουργεί στο πλαίσιο ενός διπολισμού. Όχι δικομματισμού, γιατί ο δικομματισμός είναι μια ιδιαιτερότητα της Ελλάδος. Συμπεραίνω ότι ελπίζετε, πιστεύετε και θέλετε να επενδύσετε στον διαχωρισμό της ιδεολογικο-πολιτικής ταυτότητας των δύο Κομμάτων, παρά το γεγονός της Προγραμματικής Συμφωνίας.
Ακριβώς. Δηλαδή η διαίρεση, η οποία υπάρχει στον πολιτικό κόσμο, τον Ευρωπαϊκό τουλάχιστον, τον κοινοβουλευτικό κόσμο της Ευρώπης, ανάμεσα σε Κόμματα κεντροδεξιά και σε Κόμματα κεντροαριστερά είναι μία διαίρεση που δεν έχει ξεπεραστεί. Δεν ξέρω ποιο θα είναι το μέλλον και η προοπτική, δεν ξέρω αν η Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία θα καταφέρει να ανανεώσει το περιεχόμενο της, να γίνει περισσότερο ελκυστική για να ενισχύσει τη θέση της. Γιατί, βεβαίως, σε σχέση με το παρελθόν η Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία αυτή τη στιγμή έχει χάσει σημαντικό έδαφος. Αυτό προκύπτει και από τα αποτελέσματα των εκλογών στη Γερμανία και από τα αποτελέσματα των εκλογών στην Αυστρία αλλά σε κάθε περίπτωση, βλέπετε ότι και εκτός Ελλάδος, Σοσιαλδημοκρατικά Κόμματα βρέθηκαν υποχρεωμένα να εξετάσουν το ενδεχόμενο να προχωρήσουν σε συνεργασίες. Το SPD νομίζω ότι είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το ίδιο ισχύει και στην Αυστρία. Και όχι μόνο στην Αυστρία, και στη Δανία το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα… Κύριε Σαχινίδη, έχω μόνο ενάμιση λεπτό στη διάθεσή μας και θέλω να σας ρωτήσω για ένα κομμάτι από το τρίπτυχο της Προγραμματικής Συμφωνίας, όχι νέο μνημόνιο. Έχω δημόσια τοποθετηθεί ότι ο πολιτικός κόσμος της χώρας, η πολιτική τάξη της χώρας, θα πρέπει να επιδιώξει με κάθε δυνατό τρόπο τη διαμόρφωση ευρύτερων πολιτικών συναινέσεων για να μπορέσουμε να βγούμε έξω στις αγορές. Διότι, πλέον, δεν μπορεί να συνεχιστεί η λειτουργία του πολιτικού συστήματος στη βάση της διαίρεσης αυτών οι οποίοι είναι υπέρ του Μνημονίου και αυτών οι οποίοι είναι κατά του Μνημονίου. Μπορεί να έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος η έξοδος στις αγορές, με την έννοια ότι θα πληρώνουμε πολύ υψηλότερα επιτόκια για να δανειζόμαστε, αλλά σίγουρα θα μπορούμε από εκεί και πέρα να διατυπώνουμε ο καθένας τις απόψεις του, για το πώς πρέπει να κινηθεί η χώρα. Όχι επειδή η άποψή του αυτή θα φαίνεται ότι υπαγορεύεται από κάποιο κείμενο το οποίο συνοδεύει μία δανειακή σύμβαση αλλά γιατί αυτό πραγματικά πιστεύει ότι μπορεί να βοηθήσει τη χώρα να βγει από την κρίση.
Για αυτό και λέω, ότι η χώρα δεν αντέχει να προχωρήσει σε μία ακόμη δανειακή σύμβαση που θα συνοδεύεται από μέτρα. Θα πρέπει να επιδιώξει, με κάθε τρόπο, να βγει στις αγορές και αυτό σημαίνει προεργασία, προετοιμασία και βεβαίως, συνεννόηση για την επίτευξη ευρύτερων πολιτικών συναινέσεων. Η δυσκολία που υπάρχει στο να επιτευχθεί συμφωνία στην ανάλυση του δημοσιονομικού κενού, στον εντοπισμό του δημοσιονομικού κενού. Δύο δισεκατομμύρια λένε οι εταίροι και οι δανειστές μας, 500 με 600 εκατομμύρια λέει εσχάτως το Υπουργείο Οικονομικών. Πού να αναζητήσουμε την αλήθεια και πώς θα καλυφθεί αυτό; Η Κυβέρνηση κατέθεσε έναν προϋπολογισμό, όπου έλεγε ότι το δημοσιονομικό κενό είναι μηδενικό. Ναι. Άρα, δε χρειάζονται μέτρα. Ακριβώς. Η Τρόικα λέει, «ότι ξέρετε εμείς έχουμε επιφυλάξεις, δεν τα έχουμε συζητήσει», αλλά δεν έχει έρθει στην Ελλάδα για να συζητήσουμε επί του κειμένου του Προϋπολογισμού που είναι να καταθέσει η Ελλάδα. Έχω διαβάσει αυτά που έχετε διαβάσει κι εσείς, ότι δηλαδή η Τρόικα εκφράζει επιφυλάξεις μέσα από διαρροές αξιωματούχων για το ποιο είναι το πραγματικό δημοσιονομικό κενό. Υποχρέωση της ελληνικής Κυβέρνησης και του Υπουργείου Οικονομικών είναι, να τεκμηριώσει με αποτελεσματικότητα όλα αυτά τα οποία έχει ενσωματώσει ως προϋποθέσεις και υποθέσεις στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού, έτσι ώστε να πείσει την Τρόικα ότι το δίκιο είναι με την πλευρά του Υπουργείου Οικονομικών, ότι η Ελλάδα έχει κλείσει τον κύκλο της δημοσιονομικής προσαρμογής… Κύριε Σαχινίδη, το γεγονός ότι ο Προϋπολογισμός προβλέπει μηδενικό δημοσιονομικό κενό και τώρα το Υπουργείο Οικονομικών δημόσια και ο κ. Στουρνάρας έχει κάνει τέτοια δήλωση μετά τη Σύνοδο του Eurogroup, την πρόσφατη. Μιλάει για 500 έως 700 εκατομμύρια. Δεν είναι, ήδη, μια αναντιστοιχία; Αυτό, όπως ξέρετε, το κείμενο του Προσχεδίου του Προϋπολογισμού το έχει καταθέσει ο ίδιος ο Υπουργός Οικονομικών. Αν ο υπουργός Οικονομικών, εγώ προσωπικά δεν έχω ακούσει τον ίδιο τον Υπουργό Οικονομικών να λέει ότι πρέπει να πάρουμε μέτρα ύψους 500 εκατομμυρίων. Αν το έχει πει ή αν το λέει, θα πρέπει βεβαίως και να εξηγήσει, τι ακριβώς μεσολάβησε από την κατάθεση του Προσχεδίου, έτσι ώστε αυτή τη στιγμή, να καθίσταται αυτή η ανάγκη, για να προχωρήσουμε σε μια τέτοια συζήτηση. Εγώ παραμένω στο Προσχέδιο το οποίο κατατέθηκε και βεβαίως, δεν έχω δει το σχέδιο του προϋπολογισμού, γιατί αυτό δεν έχει ετοιμαστεί ακόμη. Παραμένω λοιπόν σ’ αυτά τα οποία συζητήθηκαν στη Βουλή. Δεν έχω άλλο χρόνο. Ευχαριστώ πάρα πολύ κ. Σαχινίδη. Καλημέρα σας. Να είστε καλά. Καλημέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.