«Η πρόταση του Ολι Ρεν στην Ισπανία για μια λύση τύπου Λετονίας για την ανεργία (μείωση μισθών και μετανάστευση) θα απαιτούσε τη φυγή εκατομμυρίων Ισπανών από τη χώρα τους»
«Μια αποχώρηση του ΔΝΤ από την Ευρώπη στο άμεσο μέλλον θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία για την επανεξέταση των ευρωπαϊκών πολιτικών»
Της Μαριλένας Κοππά*
Η κυρίαρχη αφήγηση λέει ότι «η διαπραγμάτευση» για την απομείωση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας θα έρθει την κατάλληλη στιγμή, δηλαδή μετά τις γερμανικές εκλογές, «εφόσον είμαστε συνεπείς με τις υποχρεώσεις μας». Τότε, υποτίθεται, μετά την απομάκρυνση από το ταμείο (της κάλπης), η κυβέρνηση του Βερολίνου θα κάνει το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό που σήμερα υποστηρίζει δημόσια.
Αυτό φυσικά είναι ψέμα για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή ένα πρόγραμμα είτε βγαίνει είτε δεν βγαίνει. Εάν βγαίνει υλοποιείται. Εάν δεν βγαίνει, θα μας προσφερθεί ένα «πακέτο διευκολύνσεων» σε αντάλλαγμα «τελευταίων μέτρων». Δεύτερον, επειδή η αλλαγή πολιτικής της Ευρώπης μπορεί να προέλθει μόνο από μια κρίση που ανατρέπει τα έως τώρα δεδομένα και άρα υπαγορεύει την εξέταση «ανορθόδοξων πολιτικών». Με άλλα λόγια, αφού η Πορτογαλία, η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Κύπρος δεν είναι σε θέση να «διαπραγματευτούν», πρέπει τα γεγονότα να επιφέρουν μια αναγκαστική επανεξέταση πολιτικών.
Δύο παρόμοιες κρίσεις μπορεί να προκύψουν στο άμεσο μέλλον.
Η πρώτη είναι η αποχώρηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από την Ευρώπη. Κατά παράδοξο τρόπο, η πίεση των ΗΠΑ που περιμένει ο κύριος Σαμαράς δεν θα προέλθει από τις συστάσεις των ΗΠΑ –τις οποίες το Βερολίνο αγνοεί επιδεικτικά– αλλά από την αποδέσμευση της Ουάσινγκτον από την Ευρώπη. Η απόφαση της Βραζιλίας να σταματήσει να υποστηρίζει το ελληνικό πρόγραμμα (31/7) είναι προάγγελος πολιτικών εξελίξεων. Το ΔΝΤ έδωσε στην Ευρώπη χρόνο να προετοιμαστεί, αλλά υπάρχουν ψηφοφόροι σ’ όλο τον κόσμο που είναι το ίδιο απαιτητικοί με τους Γερμανούς. Ο υπόλοιπος κόσμος δεν έχει κανένα κίνητρο να περιμένει πότε η Ευρώπη θα ενοποιηθεί πολιτικά. Τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Βραζιλία είναι δύσκολο να πείσει κανείς τον μέσο φορολογούμενο ότι πρέπει η χώρα του ν’ αντιμετωπίσει τα οικονομικά προβλήματα της Ευρώπης (ή όχι ευκολότερο από το να πείσεις τον μέσο Γερμανό).
Εάν φύγει το ΔΝΤ, θα επέλθει μια «μικρή κρίση» στην Ευρώπη, αυτή της κάλυψης χρηματοδοτικών κενών στα υφιστάμενα προγράμματα. Ας υποθέσουμε ότι ξεπερνούμε αυτόν τον σκόπελο, αν και αυτό είναι πολύ πιο περίπλοκο απ’ όσο φαίνεται. Η «μεγάλη κρίση» θα είναι η αντιμετώπιση των ανισοτήτων μεταξύ κέντρου και περιφέρειας.
Αυτό μας οδηγεί στη δεύτερη και μεγαλύτερη κρίση, επειδή η διάκριση κέντρου και περιφέρειας δεν είναι πλέον προφανής: η Γαλλία μπαίνει στον φαύλο κύκλο της υποβάθμισης της πιστοληπτικής της ικανότητας, της ανόδου του κόστους δανεισμού, της περικοπής δημόσιων δαπανών, της ανόδου της ανεργίας κ.ο.κ. Η Ολλανδία έχει μεγαλύτερο έλλειμμα απ’ αυτό που απαιτούσε τόσα χρόνια. Οδηγείται συνεπώς σε σκληρά μέτρα, όπως την κατάργηση της φοροαπαλλαγής των δόσεων για δάνεια πρώτης κατοικίας: ακόμα μια φούσκα ετοιμάζεται να σκάσει.
Η πιο σοβαρή παράμετρος της μεγάλης αυτής πολιτικής κρίσης θα είναι η ανάγκη να ειπωθούν ορισμένες αλήθειες: το πρόγραμμα (ένα είναι, σε εθνικές εκδοχές) είτε βγαίνει είτε δεν βγαίνει. Ο κύριος Ρεν υποστηρίζει ότι βγαίνει και προτείνει στην Ισπανία ν’ ακολουθήσει το παράδειγμα της Λετονίας και της Ιρλανδίας, προκειμένου ν’ αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ανεργίας. Δηλαδή, να μειώσει μισθούς.
Στη Λετονία, το ποσοστό του πληθυσμού στα όρια της φτώχειας είναι 40%, η εσωτερική ζήτηση έχει μειωθεί κατά 27%, απολύθηκε το 30% των δημοσίων υπαλλήλων και όσοι απέμειναν αποδέχτηκαν μειώσεις 40%. Το δημόσιο χρέος διπλασιάστηκε, αλλά παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, επειδή είχε μηδενικό σημείο αφετηρίας. Η ανεργία παραμένει στα «ανεκτά» επίπεδα του 15%, αλλά σ’ αυτό βοήθησε και η μετανάστευση του 13% του πληθυσμού. Βέβαια, η ανάπτυξη έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς, ενώ η κυβέρνηση θέλει να μπει στο ευρώ το 2014, παρά την αντίθεση της κοινής γνώμης που φοβάται τις ανατιμήσεις. Λαμπρό παράδειγμα!
Στην Ιρλανδία, το κόστος εργασίας απλά δεν μειώθηκε. Το κόστος εργασίας παραμένει σταθερό από την αρχή της κρίσης, παρά την αύξηση της ανεργίας. Η ανάπτυξη παραμένει αναιμική και η μοναδική δικλίδα ασφαλείας, όπως και στη Λετονία, είναι η μαζική μετανάστευση.
Συνεπώς, η συνταγή του κυρίου Ρεν δεν δίνει «λύση στην κρίση», αλλά τη μετασχηματίζει από χρηματοπιστωτική σε κοινωνική και πολιτική. Σε μια χώρα 46 εκατομμυρίων, όπως η Ισπανία, πρέπει να υποθέσουμε ότι μια λετονική ή ιρλανδική «λύση στην κρίση» απαιτεί τη μετανάστευση μιας Ελλάδας. Και κάπου εδώ τελειώνουμε και με τις ψευδαισθήσεις του κυρίου Ρεν. Ο χρόνος τελειώνει. Εχουμε μπροστά μας μικρές και μεγάλες κρίσεις. Τους επόμενους μήνες η Ευρώπη θα κριθεί από την ικανότητά της να τις επιλύει, όχι απλά να αναβάλλει την αντιμετώπισή τους.
* Ευρωβουλευτής ΠΑΣΟΚ
«Μια αποχώρηση του ΔΝΤ από την Ευρώπη στο άμεσο μέλλον θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία για την επανεξέταση των ευρωπαϊκών πολιτικών»
Της Μαριλένας Κοππά*
Αυτό φυσικά είναι ψέμα για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή ένα πρόγραμμα είτε βγαίνει είτε δεν βγαίνει. Εάν βγαίνει υλοποιείται. Εάν δεν βγαίνει, θα μας προσφερθεί ένα «πακέτο διευκολύνσεων» σε αντάλλαγμα «τελευταίων μέτρων». Δεύτερον, επειδή η αλλαγή πολιτικής της Ευρώπης μπορεί να προέλθει μόνο από μια κρίση που ανατρέπει τα έως τώρα δεδομένα και άρα υπαγορεύει την εξέταση «ανορθόδοξων πολιτικών». Με άλλα λόγια, αφού η Πορτογαλία, η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Κύπρος δεν είναι σε θέση να «διαπραγματευτούν», πρέπει τα γεγονότα να επιφέρουν μια αναγκαστική επανεξέταση πολιτικών.
Δύο παρόμοιες κρίσεις μπορεί να προκύψουν στο άμεσο μέλλον.
Η πρώτη είναι η αποχώρηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από την Ευρώπη. Κατά παράδοξο τρόπο, η πίεση των ΗΠΑ που περιμένει ο κύριος Σαμαράς δεν θα προέλθει από τις συστάσεις των ΗΠΑ –τις οποίες το Βερολίνο αγνοεί επιδεικτικά– αλλά από την αποδέσμευση της Ουάσινγκτον από την Ευρώπη. Η απόφαση της Βραζιλίας να σταματήσει να υποστηρίζει το ελληνικό πρόγραμμα (31/7) είναι προάγγελος πολιτικών εξελίξεων. Το ΔΝΤ έδωσε στην Ευρώπη χρόνο να προετοιμαστεί, αλλά υπάρχουν ψηφοφόροι σ’ όλο τον κόσμο που είναι το ίδιο απαιτητικοί με τους Γερμανούς. Ο υπόλοιπος κόσμος δεν έχει κανένα κίνητρο να περιμένει πότε η Ευρώπη θα ενοποιηθεί πολιτικά. Τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Βραζιλία είναι δύσκολο να πείσει κανείς τον μέσο φορολογούμενο ότι πρέπει η χώρα του ν’ αντιμετωπίσει τα οικονομικά προβλήματα της Ευρώπης (ή όχι ευκολότερο από το να πείσεις τον μέσο Γερμανό).
Εάν φύγει το ΔΝΤ, θα επέλθει μια «μικρή κρίση» στην Ευρώπη, αυτή της κάλυψης χρηματοδοτικών κενών στα υφιστάμενα προγράμματα. Ας υποθέσουμε ότι ξεπερνούμε αυτόν τον σκόπελο, αν και αυτό είναι πολύ πιο περίπλοκο απ’ όσο φαίνεται. Η «μεγάλη κρίση» θα είναι η αντιμετώπιση των ανισοτήτων μεταξύ κέντρου και περιφέρειας.
Αυτό μας οδηγεί στη δεύτερη και μεγαλύτερη κρίση, επειδή η διάκριση κέντρου και περιφέρειας δεν είναι πλέον προφανής: η Γαλλία μπαίνει στον φαύλο κύκλο της υποβάθμισης της πιστοληπτικής της ικανότητας, της ανόδου του κόστους δανεισμού, της περικοπής δημόσιων δαπανών, της ανόδου της ανεργίας κ.ο.κ. Η Ολλανδία έχει μεγαλύτερο έλλειμμα απ’ αυτό που απαιτούσε τόσα χρόνια. Οδηγείται συνεπώς σε σκληρά μέτρα, όπως την κατάργηση της φοροαπαλλαγής των δόσεων για δάνεια πρώτης κατοικίας: ακόμα μια φούσκα ετοιμάζεται να σκάσει.
Η πιο σοβαρή παράμετρος της μεγάλης αυτής πολιτικής κρίσης θα είναι η ανάγκη να ειπωθούν ορισμένες αλήθειες: το πρόγραμμα (ένα είναι, σε εθνικές εκδοχές) είτε βγαίνει είτε δεν βγαίνει. Ο κύριος Ρεν υποστηρίζει ότι βγαίνει και προτείνει στην Ισπανία ν’ ακολουθήσει το παράδειγμα της Λετονίας και της Ιρλανδίας, προκειμένου ν’ αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ανεργίας. Δηλαδή, να μειώσει μισθούς.
Στη Λετονία, το ποσοστό του πληθυσμού στα όρια της φτώχειας είναι 40%, η εσωτερική ζήτηση έχει μειωθεί κατά 27%, απολύθηκε το 30% των δημοσίων υπαλλήλων και όσοι απέμειναν αποδέχτηκαν μειώσεις 40%. Το δημόσιο χρέος διπλασιάστηκε, αλλά παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, επειδή είχε μηδενικό σημείο αφετηρίας. Η ανεργία παραμένει στα «ανεκτά» επίπεδα του 15%, αλλά σ’ αυτό βοήθησε και η μετανάστευση του 13% του πληθυσμού. Βέβαια, η ανάπτυξη έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς, ενώ η κυβέρνηση θέλει να μπει στο ευρώ το 2014, παρά την αντίθεση της κοινής γνώμης που φοβάται τις ανατιμήσεις. Λαμπρό παράδειγμα!
Στην Ιρλανδία, το κόστος εργασίας απλά δεν μειώθηκε. Το κόστος εργασίας παραμένει σταθερό από την αρχή της κρίσης, παρά την αύξηση της ανεργίας. Η ανάπτυξη παραμένει αναιμική και η μοναδική δικλίδα ασφαλείας, όπως και στη Λετονία, είναι η μαζική μετανάστευση.
Συνεπώς, η συνταγή του κυρίου Ρεν δεν δίνει «λύση στην κρίση», αλλά τη μετασχηματίζει από χρηματοπιστωτική σε κοινωνική και πολιτική. Σε μια χώρα 46 εκατομμυρίων, όπως η Ισπανία, πρέπει να υποθέσουμε ότι μια λετονική ή ιρλανδική «λύση στην κρίση» απαιτεί τη μετανάστευση μιας Ελλάδας. Και κάπου εδώ τελειώνουμε και με τις ψευδαισθήσεις του κυρίου Ρεν. Ο χρόνος τελειώνει. Εχουμε μπροστά μας μικρές και μεγάλες κρίσεις. Τους επόμενους μήνες η Ευρώπη θα κριθεί από την ικανότητά της να τις επιλύει, όχι απλά να αναβάλλει την αντιμετώπισή τους.
* Ευρωβουλευτής ΠΑΣΟΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.