Παραθέτουμε την εξαιρετική ομιλία του Φίλιππου Σαχινίδη για την κύρωση του απολογισμού-ισολογισμού του κράτους για το οικονομικό έτος 2012:
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, συζητάμε για την κύρωση του Απολογισμού-Ισολογισμού του Κράτους για το έτος 2012, μιας χρονιάς με ιδιαίτερη σημασία, ως προς την προοπτική της προσπάθειας που ξεκίνησε η χώρα το 2010 με την Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ...
Ήταν μια προσπάθεια προκειμένου η χώρα, πρώτον, να αποκαταστήσει τη δημοσιονομική ισορροπία μετά από τον πρωτοφανή εκτροχιασμό του 2009, που οδήγησε το έλλειμμα στο 15,7% του ΑΕΠ. Δεύτερον, να εξαλείψει το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που διογκωνόταν από την ημέρα ένταξης στην ΟΝΕ, με κορύφωση τα έτη 2007 και 2008, όπου το έλλειμμα έφτασε το 14,5%. Τρίτον, να σταθεροποιήσει το τραπεζικό σύστημα, το οποίο βρέθηκε αντιμέτωπο με τις συνέπειες της διεθνούς χρηματοοικονομικής κρίσης, της ύφεσης και της δημοσιονομικής κατάρρευσης. Τέταρτον, να οδηγήσει την οικονομία σε μια τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης μέσω του μετασχηματισμού του παραγωγικού προτύπου, με μείωση του τομέα των μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, υπέρ του τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών.
Ο Προϋπολογισμός του έτους 2012 κατατέθηκε το Νοέμβριο του 2011 από τον τότε Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης και Υπουργό Οικονομικών κ. Ευάγγελο Βενιζέλο και αναθεωρήθηκε το Φεβρουάριο του 2012.
Η μεγαλύτερη, από την αναμενόμενη, ύφεση της ελληνικής οικονομίας, κατά το 2011, κατέστησε αναγκαίο το Φεβρουάριο του 2012 να επανακαθοριστούν τα μεγέθη του Προϋπολογισμού, έτσι ώστε να είναι εφικτή η σύγκλιση με τους στόχους που είχαν τεθεί με το Αναθεωρημένο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής.
Τελικά, ο στόχος για το πρωτογενές αποτέλεσμα τέθηκε στο -1,2% του ΑΕΠ έναντι 1% του αρχικού προϋπολογισμού, δηλαδή, τέθηκε στόχος για μικρό πρωτογενές έλλειμμα αντί μικρού πρωτογενούς πλεονάσματος.
Για την επίτευξη του νέου στόχου υιοθετήθηκαν νέες δημοσιονομικές παρεμβάσεις. Η υιοθέτησή τους επιτεύχθηκε μετά από πολλές δυσκολίες μεταξύ των τότε κυβερνητικών εταίρων, καθώς η Νέα Δημοκρατία εξέφραζε διαφωνία για μια κατηγορία περικοπών στις επικουρικές συντάξεις ύψους 300 εκατομμυρίων ευρώ περίπου, σε ένα σύνολο παρεμβάσεων 3 δισεκατομμυρίων ευρώ, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο το δεύτερο Πρόγραμμα.
Υπενθυμίζω, ότι με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 26ης και 27ης Οκτωβρίου του 2011 η χώρα διασφάλισε το δεύτερο Πρόγραμμα και τη δυνατότητα υλοποίησης των αποφάσεων που πέτυχε η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ του Γεωργίου Παπανδρέου, με τις οποίες τελικά, μειώθηκε το χρέος της χώρας. Το PSI, σε συνδυασμό με την επαναγορά του χρέους, που έγινε λίγους μήνες αργότερα, οδήγησε σε μείωση του χρέους κατά 126 δισεκατομμύρια περίπου.
Και ερωτώ τον ΣΥΡΙΖΑ, που μόλις προηγουμένως έθεσε ένα ερώτημα για τη θέση που διατυπώνει ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κ. Βενιζέλος ως προς τη βιωσιμότητα του χρέους. Απαντήστε δημόσια: Ήταν λάθος η απομείωση του χρέους κατά 126 δισεκατομμύρια περίπου ή ήταν σωστή επιλογή; Και εάν ήταν σωστή επιλογή, πού ήσασταν εσείς τότε να συνδράμετε στις προσπάθειες της Κυβέρνησης, εφόσον θεωρείτε ότι έπρεπε να διεκδικήσουμε ακόμη μεγαλύτερη απομείωση, για να μειωθεί ακόμα περισσότερο το χρέος; Διότι η συγκεκριμένη απομείωση, είτε σας αρέσει είτε δεν σας αρέσει, ήταν μια από τις μεγαλύτερες απομειώσεις χρέους στη σύγχρονη χρηματοοικονομική ιστορία.
Επιπρόσθετα, διασφαλίστηκε Πρόγραμμα ανακεφαλαιοποίησης και αναδιάρθρωσης για τις τράπεζες μέσω της διάθεσης ενός ποσού ύψους 50 δισεκατομμυρίων. Με αυτό, η χώρα προχώρησε το 2013 στην κεφαλαιακή θωράκιση των βιώσιμων τραπεζών, αποφεύγοντας την εμπειρία της Κύπρου και διασφαλίζοντας πως οι Έλληνες καταθέτες δεν θα χάσουν ούτε ένα ευρώ.
Χάρη στο πρόγραμμα αυτό υπάρχουν μετά από τις παρεμβάσεις στο τραπεζικό σύστημα ακόμη 11 δισεκατομμύρια διαθέσιμα προς χρήση, σε περίπτωση που παραστεί ανάγκη για πρόσθετα κεφάλαια από τις τράπεζες, τα οποία δεν μπορούν να εξασφαλιστούν από τους ιδιώτες.
Η ψήφιση, λοιπόν, από τη Βουλή το Φεβρουάριο του 2012 των πρόσθετων δημοσιονομικών παρεμβάσεων υπήρξε καθοριστική και συνέβαλε στην επίτευξη του δημοσιονομικού αποτελέσματος του έτους αυτού και προετοίμασε κατά τρόπο καθοριστικό το πέρασμα στην επόμενη χρονιά, στο πρωτογενές θετικό αποτέλεσμα.
Το τονίζω αυτό γιατί θέλω να καταδείξω την αμφιθυμία που επεδείκνυε τότε η Νέα Δημοκρατία ως Αξιωματική Αντιπολίτευση γύρω από την αναγκαιότητα της δημοσιονομικής προσαρμογής πριν και μετά τις διπλές εκλογές του 2012. Ήταν μία αμφιθυμία που κόστισε πολλά στη χώρα, αλλά και στην επιτυχή εκτέλεση του Προγράμματος.
Στη συζήτηση του Νοεμβρίου του 2011 αλλά και σε αυτή του Φεβρουαρίου του 2012, η τότε Αξιωματική Αντιπολίτευση αμφισβητούσε τόσο την αναγκαιότητα της συνέχισης της δημοσιονομικής προσαρμογής με τη λήψη μέτρων, υπερτονίζοντας την ανάγκη για ανάπτυξη αλλά έθετε και ενστάσεις για το μείγμα των δημοσιονομικών παρεμβάσεων προβάλλοντας τις προτάσεις των «Ζαππείων».
Όπως αποδείχθηκε μετά τις εκλογές του 2012, το πέρασμα στην ανάπτυξη, προκειμένου να διευκολυνθεί η δημοσιονομική προσαρμογή δεν είναι ούτε εύκολη υπόθεση ούτε προκύπτει από ευχολόγια, αφού η χώρα παραμένει σε ύφεση, αλλά ούτε διατάσσεται από τον εκάστοτε Υπουργό Ανάπτυξης. Διαφορετικά, με μία Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου θα ορίζαμε το επιθυμητό επίπεδο ανάπτυξης και η χώρα θα πορευόταν αταλάντευτα.
Εδώ, λοιπόν, αναδεικνύεται και μία αντίφαση των συναδέλφων της Νέας Δημοκρατίας, οι οποίοι κατά καιρούς στις τοποθετήσεις τους ασκούν κριτική, γιατί λένε ότι δεν επετεύχθησαν οι δημοσιονομικοί στόχοι του 2010 και του 2011, ενώ την ίδια στιγμή οι ίδιοι διεκδικούσαν ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή, θεωρώντας προφανώς, ότι οι στόχοι αυτοί ήταν υπερβολικοί. Την ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή που διεκδικούσαν ως Αντιπολίτευση δεν κατάφεραν να την κερδίσουν όταν αυτοί είχαν την κύρια ευθύνη για τις διαπραγματεύσεις, υιοθετώντας μία δημοσιονομική προσαρμογή που έδινε στο 2013 το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής της διετίας 2013-2014 αλλά και της τετραετίας 2013-2016 που εξασφάλισε η χώρα για το στόχο του ελλείμματος.
Μία από τις μεγαλύτερες αδυναμίες της χώρας, που επηρέασε και την εφαρμογή του Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής, είναι η αδυναμία επίτευξης πολιτικών συναινέσεων αλλά και το έλλειμμα θεσμών και η εργαλειοποίησή τους και από τη Δεξιά και από την Αριστερά. Και σε αυτό έχουμε ευθύνη και εμείς ως ΠΑΣΟΚ. «Οι θεσμοί είναι καλοί μόνο αν υπηρετούν τις ανάγκες μας» είναι σήμερα η επικρατούσα αντίληψη στη ΝΔ και στο ΣΥΡΙΖΑ.
Πριν από δύο εβδομάδες το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπερψήφισε κατά πλειοψηφία την έκθεση για τις τρόικες.
Την έκθεση αυτή καταψήφισαν οι Ευρωβουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, οι οποίοι σε ανακοίνωσή τους κατηγόρησαν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι αλλοίωσε τα στατιστικά στοιχεία για το έλλειμμα του 2009. Λένε, επίσης, ότι η έκθεση βγάζει λανθασμένα συμπεράσματα για το πώς η χώρα έφθασε στο μνημόνιο. Δηλαδή, οι Ευρωβουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, κατηγορούν τους συναδέλφους τους του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος ότι κακώς ψήφισαν την έκθεση που αναφέρει ότι γινόταν παραποίηση στατιστικών στοιχείων στην Ελλάδα μέχρι το 2009 ή ότι το έλλειμμα του 2009 ήταν 15,7% ή ότι το χρέος αυξήθηκε υπέρμετρα μεταξύ του 2003 και του 2009, γιατί αυτά δεν ισχύουν. Άλλα είναι τα δημοσιονομικά δεδομένα του 2009, κατά την άποψή τους. Το ποιο είναι το έλλειμμα του 2009 θα μας το πουν – φαντάζομαι - κάποια άλλη στιγμή. Πάντως, κατ’ αυτούς δεν είναι αυτό που αποδέχεται η ΕΛΣΤΑΤ και η EUROSTAT.
Την έκθεση καταψήφισε και ο ΣΥΡΙΖΑ παρά τις συνεχείς ανακοινώσεις του περασμένου Δεκεμβρίου ότι υπήρχε σκευωρία στην Ελληνική Βουλή για να μη γίνει συζήτηση με τους δύο Ευρωβουλευτές που ετοίμαζαν την έκθεση. Προφανώς, τα ευρήματα της έκθεσης δεν εξυπηρετούν την αφήγησή του, αφού στην έκθεση αναφέρεται ότι η χώρα δεν είχε άλλες επιλογές και έτσι αποσιωπήθηκε εντελώς το γεγονός.
Την έκθεση –προσέξτε!- καταψήφισαν και στο μεγαλύτερό τους τμήμα οι Γερμανοί χριστιανοδημοκράτες και χριστιανοκοινωνιστές Ευρωβουλευτές, επειδή θεωρούσαν ότι δεν ήταν αρκετά αυστηρή η έκθεση για τις χώρες και ήταν υπερβολικά αυστηρή ως προς το ρόλο της τρόικας. Την καταψήφισαν, δηλαδή, οι Ευρωβουλευτές που ανήκουν στο κόμμα της Μέρκελ με αυτό το σκεπτικό. Μετά από αυτά, ίσως χρειάζεται να ξαναδούμε σε αυτήν εδώ την Αίθουσα ποιοι πραγματικά είναι οι Μερκελιστές.
Στη συζήτηση που διεξάγεται για την επίτευξη πλεονάσματος του 2013, η Νέα Δημοκρατία διεκδικεί εύσημα για τη δημοσιονομική προσαρμογή, παραβλέποντας ότι αυτή αποτελεί συνέχεια της προσπάθειας που ξεκίνησε το 2010 και ότι στη διετία 2010-2011 είχαν ολοκληρωθεί τα 2/3 της αναγκαίας διαρθρωτικής προσαρμογής. Αποσιωπά το τίμημα που πλήρωσε η χώρα με τη σκληρή αντιμνημονιακή της στάση το 2010 και το 2011, γιατί αν στήριζε από την αρχή, χωρίς τα «Ζάππεια» που εξέθρεψαν τους αγανακτισμένους, θα είχαμε προχωρήσει ταχύτερα στην επίτευξη των στόχων και με μικρότερο κόστος, διότι υπήρχε κόστος από την επίτευξη της δημοσιονομικής προσαρμογής σε όρους απασχόλησης και σε όρους ΑΕΠ.
Και η Διεθνής Κοινότητα δεν θα αντιμετώπιζε τη χώρα ως μία χώρα που κινδυνεύει από κατάρρευση, βλέποντας την τότε Αξιωματική Αντιπολίτευση να παραλογίζεται την ώρα που η χώρα ήταν σε Πρόγραμμα.
Παραγνωρίζει και την αβεβαιότητα με την οποία βρέθηκε αντιμέτωπη η χώρα από την εμμονή για τη διεξαγωγή εκλογών από το Φεβρουάριο του 2012, ενώ το ζητούμενο ήταν η υλοποίηση του προγράμματος που μόλις είχε συμφωνηθεί με τους εταίρους. Την άποψη αυτή δημόσια, τότε, υποστήριξα μαζί με άλλα έξι μέλη της Κυβέρνησης του Πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου.
Και επειδή το τελευταίο διάστημα γίνεται μία κατευθυνόμενη και εκ του πονηρού συζήτηση για το ρόλο του ΠΑΣΟΚ στη διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας της χώρας, θα ανατρέξω σε πρόσφατα πολιτικά περιστατικά για να καταδείξω πόσο όψιμη και ιδιοτελής είναι η αγωνία της Νέας Δημοκρατίας ως προς το ζήτημα αυτό.
Το Νοέμβριο του 2011 συναντηθήκαμε στο γραφείο του τότε Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και Υπουργού Οικονομικών κ. Ευάγγελου Βενιζέλου με τριμελή αντιπροσωπεία της Νέας Δημοκρατίας προκειμένου να τους ενημερώσουμε για τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα, καθώς έπρεπε να ψηφιστούν κρίσιμα Νομοσχέδια για να γίνει η εκταμίευση των χρημάτων του δεύτερου Προγράμματος, που μόλις είχε εγκριθεί και να εφαρμοστεί και το PSI. Αφού έγινε λεπτομερής ενημέρωση, περιμέναμε ερωτήσεις για τα μεγάλα θέματα της χώρας, αλλά διαπιστώσαμε, ότι το πιο σημαντικό ζήτημα για την αντιπροσωπεία της Νέας Δημοκρατίας ήταν εάν οι εκλογές θα γίνουν τη δεύτερη Κυριακή του Φεβρουαρίου του 2012 ή την τρίτη Κυριακή του Φεβρουαρίου του 2012.
Τελικά, η χώρα οδηγήθηκε σε εκλογές το Μάιο, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα να κυριαρχήσει η αβεβαιότητα, καθώς τα δύο πρώτα Κόμματα, δηλαδή η Νέα Δημοκρατία που πήρε 18,9% και ο ΣΥΡΙΖΑ που πήρε 16,7%, ήθελαν ανεξαρτήτως πολιτικού κόστους για τη χώρα και για την πολιτική σταθερότητά της, η χώρα να οδηγηθεί και σε δεύτερες εκλογές.
Δεν είναι τυχαίο, ότι η εμπιστοσύνη των καταθετών χάθηκε μετά την πρώτη Κυριακή και σε διάστημα δέκα ημερών πριν από τις εκλογές του Ιουνίου διέρρευσαν από τις τράπεζες πάνω από 15 δισεκατομμύρια ευρώ. Το μέλλον της χώρας κρέμονταν από μία κλωστή και ενώ η Ευρώπη όπως μάθαμε εκ των υστέρων ετοίμαζε τότε το δεύτερο σχέδιο.
Και όλα αυτά εξαιτίας της εμμονής να πάμε τον Ιούνιο σε νέες εκλογές αντί να συγκροτηθεί Κυβέρνηση από τα Κόμματα που τελικά συνεργάστηκαν για τη συγκρότηση Κυβέρνησης αμέσως μετά τις δεύτερες εκλογές. Και κατά τα άλλα συζητάμε για τις υφεσιακές συνέπειες του προγράμματος προσαρμογής - τις οποίες καθόλου δεν θέλω να υποβαθμίσω - αποσιωπώντας εντελώς τις υφεσιακές συνέπειες της πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας της περιόδου 2010-2011, που σε μεγάλο βαθμό εξηγούν και τις αποκλίσεις από τους δημοσιονομικούς στόχους και τις αποκλίσεις από τους στόχους για το ΑΕΠ που είχαν τεθεί τότε.
Διότι εάν δεν υπήρχε αυτή η κοινωνική αστάθεια, εάν υπήρχε πολιτική συνεργασία, πιθανότατα να είχαμε πετύχει καλύτερα αποτελέσματα στο ΑΕΠ. Πιθανότατα να είχαμε πετύχει καλύτερα δημοσιονομικά αποτελέσματα και η χώρα να βρισκόταν πιο κοντά στην επίτευξη των στόχων.
Σήμερα, στα ίδια χνάρια βαδίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, όπως ακούσαμε προηγουμένως και από τον Εισηγητή του, μιλάει για την ανάπτυξη, για τις ευρωπαϊκές ιδεοληψίες που διαιωνίζουν τις υφεσιακές πολιτικές στην Ευρώπη και προτείνει μία συμμαχία των χωρών του Νότου για την ανατροπή των ιδεοληψιών αυτών.
Λέτε εμείς στο ΠΑΣΟΚ, κύριε συνάδελφε, να μην τα είχαμε σκεφτεί αυτά τα οποία εσείς σκέπτεστε σήμερα; Μόνο εσείς έχετε το προνόμιο να συγκροτήσετε μία στρατηγική συμμαχιών με τις χώρες του Νότου για να αντιπαρατεθούμε στις ιδεοληψίες του Βορρά;
Και αναρωτιέμαι: Με ποιες ακριβώς συμμαχίες θα πάτε εσείς στην Ευρώπη, εάν τελικά κάποια στιγμή ο ελληνικός λαός σας δώσει την εντολή; Σε ποιους θα στηριχθείτε; Μιλάτε για συμμαχία του Νότου. Δηλαδή, θα καθίσετε στο ίδιο τραπέζι με τον Πρωθυπουργό της Ισπανίας που ανήκει στον Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα ή με τον Πρωθυπουργό της Ιταλίας που ανήκει στο Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα για να ανατρέψετε τις πολιτικές του Βορρά που υπαγορεύονται από αυτές τις χώρες;
Μα, εάν σας είναι τόσο εύκολο στο εξωτερικό να συνεργαστείτε με Πρωθυπουργούς που ανήκουν στο Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα ή στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, τι σας εμπόδιζε όλα αυτά τα χρόνια να συνεργαστείτε με την Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ; Τι σας εμποδίζει σήμερα, να συνεργαστείτε με την παρούσα Κυβέρνηση;
Εκτιμώ, ότι εσείς ως Αξιωματική Αντιπολίτευση, όπως και όλοι σε αυτήν εδώ την Αίθουσα έχουμε τον ίδιο βαθμό ευαισθησίας και ανησυχίας για το τεράστιο πρόβλημα της ανεργίας. Έχω υποστηρίξει και σε άλλες συζητήσεις, ότι στο βαθμό που αντιμετωπίσαμε τα δίδυμα ελλείμματα, η προτεραιότητα της Κυβέρνησης πρέπει να είναι το ζήτημα της αντιμετώπισης της ανεργίας και εάν είναι δυνατόν ακόμη και με ανορθόδοξα εργαλεία, μέχρι που τελικά να καταφέρουμε η ανάπτυξη να φτάσει σε εκείνο το σημείο που θα δημιουργεί θέσεις εργασίας.
Η ελληνική οικονομία, κύριοι συνάδελφοι του ΣΥΡΙΖΑ, έχει ένα ιστορικό δημιουργίας 50.000 έως 60.000 θέσεων εργασίας και αυτό, όταν είχε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 3% και του 4%. Αν επαναπαυθούμε απλώς στο να επαναλάβουμε αυτή την ιστορική εμπειρία, ένας εικοσιπεντάχρονος σήμερα κινδυνεύει να βρει δουλειά όταν θα σαρανταρίσει. Το αντέχουμε αυτό ως κοινωνία; Πιστεύω ότι κανείς σε αυτή την Αίθουσα δεν το θέλει.
Ρωτώ, λοιπόν, τους συναδέλφους του ΣΥΡΙΖΑ να μας πουν ποιοι είναι οι πραγματικοί ρυθμοί ανάπτυξης που χρειάζεται η οικονομία για να δημιουργεί όχι τις 50.000 και 60.000 θέσεις εργασίας των προηγούμενων είκοσι και τριάντα χρόνων, αλλά 150.000 θέσεις εργασίας. Εγώ λέω, εντελώς εμπειρικά -χωρίς καμία οικονομετρική εκτίμηση- ότι χρειάζεται πάνω από 5%.
Σας ερωτώ, είναι εφικτό αυτό; Και αν ναι είναι, με ποια εργαλεία πολιτικής, με ποιες συνθήκες ρευστότητας στην οικονομία θα γίνει; Γιατί σας παρακολουθώ να λέτε ότι η λύση στο διαρθρωτικό έλλειμμα ρευστότητας, που είναι αυτήν τη στιγμή το μεγάλο πρόβλημα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, είναι η κρατικοποίηση των τραπεζών. Από πού και ως πού η κρατικοποίηση των τραπεζών θα διορθώσει το διαρθρωτικό έλλειμμα ρευστότητας;
Αν κρατικοποιηθούν οι τράπεζες θα δίνουν δάνεια, γιατί θα έρθει ο καλός, ο φιλοαναπτυξιακός Διοικητής του ΣΥΡΙΖΑ και θα μοιράζει δάνεια; Από πού, από ποια ρευστότητα; Οι υφιστάμενες καταθέσεις έχουν όλες μετασχηματισθεί σε δάνεια και επειδή οι τράπεζες εξακολουθούν να έχουν περισσότερα δάνεια - τα οποία μάλιστα δεν εξυπηρετούνται - από όσες είναι οι καταθέσεις, καλύπτουν τη διαφορά που έχουν στη ρευστότητα από το ευρωσύστημα, γιατί οι τράπεζες δεν είχαν, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, πρόσβαση στις Κεφαλαιαγορές για να καλύψουν το έλλειμμα ρευστότητας.
Εσείς τι θα κάνετε; Θα εκβιάζετε το ευρωσύστημα για περισσότερη ρευστότητα από τη μια και από την άλλη θα καταργείτε τα μνημόνια με ένα άρθρο; Ή έχετε κατά νου μία διαδικασία επιτάχυνσης της ανάπτυξης, μόνο μέσω των πόρων του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων;
Αυτοί οι πόροι, όπως ξέρετε, δεν αυξάνονται ακόμα και αν τους αυξήσουμε κατά 1-2 δισεκατομμύρια το έτος. Θα χρειαστούν για τα επόμενα τρία με τέσσερα χρόνια πάνω από 30 δισεκατομμύρια για να μπορέσει να μπει η οικονομία σταθερά σε ένα θετικό ρυθμό ανάπτυξης.
Ποιος θα σας τα δώσει αυτά, συνάδελφοι του ΣΥΡΙΖΑ; Οι Ευρωπαίοι εταίροι; Να σας θυμίσω, ότι μετά την ψήφιση του νέου Κανονισμού 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, για πρώτη φορά, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει το δικαίωμα να περικόπτει τους πόρους του ΕΣΠΑ, αν μία χώρα δεν είναι συνεπής στις δεσμεύσεις ως προς την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Εσείς τι ακριβώς θα κάνετε; Από τη μια θα διεκδικείτε περισσότερους πόρους και από την άλλη θα σκίζετε τα μνημόνια, διατρέχοντας τον κίνδυνο να χάσετε ήδη αυτούς που θα αποτελούν τμήμα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων;
Η χώρα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έχει ανάγκη από μία πραγματική μεταρρύθμιση, που θα τη στηρίξουν όλα τα Κόμματα και από ένα νέο σχέδιο Μάρσαλ από την Ευρώπη, για να μπορέσει να βγει μέσα από τη βαθιά και παρατεταμένη ύφεση.
Η άρνησή σας να συμφιλιωθείτε με την κοινή λογική και να απαντήσετε σε αυτονόητα ερωτήματα είναι καταστροφική.
Γι’ αυτό, λοιπόν, συνάδελφοι της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, θα επαναλάβω το εξής: Μην ξανοίγεστε στα βαθιά νερά, γιατί αν ποτέ βρεθείτε στην εξουσία, τις δικές μας βασικές πολιτικές επιλογές θα ακολουθήσετε, αυτές που τώρα καταγγέλλετε. Γιατί, ό,τι και να λέμε, ό,τι και να λέτε, αυτός ήταν ο μόνος λογικός δρόμος που υπήρχε το 2010, με τις τότε επικρατούσες συνθήκες.
Στηρίζουμε και ψηφίζουμε τον Απολογισμό του έτους 2012.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, συζητάμε για την κύρωση του Απολογισμού-Ισολογισμού του Κράτους για το έτος 2012, μιας χρονιάς με ιδιαίτερη σημασία, ως προς την προοπτική της προσπάθειας που ξεκίνησε η χώρα το 2010 με την Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ...
Ήταν μια προσπάθεια προκειμένου η χώρα, πρώτον, να αποκαταστήσει τη δημοσιονομική ισορροπία μετά από τον πρωτοφανή εκτροχιασμό του 2009, που οδήγησε το έλλειμμα στο 15,7% του ΑΕΠ. Δεύτερον, να εξαλείψει το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που διογκωνόταν από την ημέρα ένταξης στην ΟΝΕ, με κορύφωση τα έτη 2007 και 2008, όπου το έλλειμμα έφτασε το 14,5%. Τρίτον, να σταθεροποιήσει το τραπεζικό σύστημα, το οποίο βρέθηκε αντιμέτωπο με τις συνέπειες της διεθνούς χρηματοοικονομικής κρίσης, της ύφεσης και της δημοσιονομικής κατάρρευσης. Τέταρτον, να οδηγήσει την οικονομία σε μια τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης μέσω του μετασχηματισμού του παραγωγικού προτύπου, με μείωση του τομέα των μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, υπέρ του τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών.
Ο Προϋπολογισμός του έτους 2012 κατατέθηκε το Νοέμβριο του 2011 από τον τότε Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης και Υπουργό Οικονομικών κ. Ευάγγελο Βενιζέλο και αναθεωρήθηκε το Φεβρουάριο του 2012.
Η μεγαλύτερη, από την αναμενόμενη, ύφεση της ελληνικής οικονομίας, κατά το 2011, κατέστησε αναγκαίο το Φεβρουάριο του 2012 να επανακαθοριστούν τα μεγέθη του Προϋπολογισμού, έτσι ώστε να είναι εφικτή η σύγκλιση με τους στόχους που είχαν τεθεί με το Αναθεωρημένο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής.
Τελικά, ο στόχος για το πρωτογενές αποτέλεσμα τέθηκε στο -1,2% του ΑΕΠ έναντι 1% του αρχικού προϋπολογισμού, δηλαδή, τέθηκε στόχος για μικρό πρωτογενές έλλειμμα αντί μικρού πρωτογενούς πλεονάσματος.
Για την επίτευξη του νέου στόχου υιοθετήθηκαν νέες δημοσιονομικές παρεμβάσεις. Η υιοθέτησή τους επιτεύχθηκε μετά από πολλές δυσκολίες μεταξύ των τότε κυβερνητικών εταίρων, καθώς η Νέα Δημοκρατία εξέφραζε διαφωνία για μια κατηγορία περικοπών στις επικουρικές συντάξεις ύψους 300 εκατομμυρίων ευρώ περίπου, σε ένα σύνολο παρεμβάσεων 3 δισεκατομμυρίων ευρώ, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο το δεύτερο Πρόγραμμα.
Υπενθυμίζω, ότι με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 26ης και 27ης Οκτωβρίου του 2011 η χώρα διασφάλισε το δεύτερο Πρόγραμμα και τη δυνατότητα υλοποίησης των αποφάσεων που πέτυχε η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ του Γεωργίου Παπανδρέου, με τις οποίες τελικά, μειώθηκε το χρέος της χώρας. Το PSI, σε συνδυασμό με την επαναγορά του χρέους, που έγινε λίγους μήνες αργότερα, οδήγησε σε μείωση του χρέους κατά 126 δισεκατομμύρια περίπου.
Και ερωτώ τον ΣΥΡΙΖΑ, που μόλις προηγουμένως έθεσε ένα ερώτημα για τη θέση που διατυπώνει ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κ. Βενιζέλος ως προς τη βιωσιμότητα του χρέους. Απαντήστε δημόσια: Ήταν λάθος η απομείωση του χρέους κατά 126 δισεκατομμύρια περίπου ή ήταν σωστή επιλογή; Και εάν ήταν σωστή επιλογή, πού ήσασταν εσείς τότε να συνδράμετε στις προσπάθειες της Κυβέρνησης, εφόσον θεωρείτε ότι έπρεπε να διεκδικήσουμε ακόμη μεγαλύτερη απομείωση, για να μειωθεί ακόμα περισσότερο το χρέος; Διότι η συγκεκριμένη απομείωση, είτε σας αρέσει είτε δεν σας αρέσει, ήταν μια από τις μεγαλύτερες απομειώσεις χρέους στη σύγχρονη χρηματοοικονομική ιστορία.
Επιπρόσθετα, διασφαλίστηκε Πρόγραμμα ανακεφαλαιοποίησης και αναδιάρθρωσης για τις τράπεζες μέσω της διάθεσης ενός ποσού ύψους 50 δισεκατομμυρίων. Με αυτό, η χώρα προχώρησε το 2013 στην κεφαλαιακή θωράκιση των βιώσιμων τραπεζών, αποφεύγοντας την εμπειρία της Κύπρου και διασφαλίζοντας πως οι Έλληνες καταθέτες δεν θα χάσουν ούτε ένα ευρώ.
Χάρη στο πρόγραμμα αυτό υπάρχουν μετά από τις παρεμβάσεις στο τραπεζικό σύστημα ακόμη 11 δισεκατομμύρια διαθέσιμα προς χρήση, σε περίπτωση που παραστεί ανάγκη για πρόσθετα κεφάλαια από τις τράπεζες, τα οποία δεν μπορούν να εξασφαλιστούν από τους ιδιώτες.
Η ψήφιση, λοιπόν, από τη Βουλή το Φεβρουάριο του 2012 των πρόσθετων δημοσιονομικών παρεμβάσεων υπήρξε καθοριστική και συνέβαλε στην επίτευξη του δημοσιονομικού αποτελέσματος του έτους αυτού και προετοίμασε κατά τρόπο καθοριστικό το πέρασμα στην επόμενη χρονιά, στο πρωτογενές θετικό αποτέλεσμα.
Το τονίζω αυτό γιατί θέλω να καταδείξω την αμφιθυμία που επεδείκνυε τότε η Νέα Δημοκρατία ως Αξιωματική Αντιπολίτευση γύρω από την αναγκαιότητα της δημοσιονομικής προσαρμογής πριν και μετά τις διπλές εκλογές του 2012. Ήταν μία αμφιθυμία που κόστισε πολλά στη χώρα, αλλά και στην επιτυχή εκτέλεση του Προγράμματος.
Στη συζήτηση του Νοεμβρίου του 2011 αλλά και σε αυτή του Φεβρουαρίου του 2012, η τότε Αξιωματική Αντιπολίτευση αμφισβητούσε τόσο την αναγκαιότητα της συνέχισης της δημοσιονομικής προσαρμογής με τη λήψη μέτρων, υπερτονίζοντας την ανάγκη για ανάπτυξη αλλά έθετε και ενστάσεις για το μείγμα των δημοσιονομικών παρεμβάσεων προβάλλοντας τις προτάσεις των «Ζαππείων».
Όπως αποδείχθηκε μετά τις εκλογές του 2012, το πέρασμα στην ανάπτυξη, προκειμένου να διευκολυνθεί η δημοσιονομική προσαρμογή δεν είναι ούτε εύκολη υπόθεση ούτε προκύπτει από ευχολόγια, αφού η χώρα παραμένει σε ύφεση, αλλά ούτε διατάσσεται από τον εκάστοτε Υπουργό Ανάπτυξης. Διαφορετικά, με μία Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου θα ορίζαμε το επιθυμητό επίπεδο ανάπτυξης και η χώρα θα πορευόταν αταλάντευτα.
Εδώ, λοιπόν, αναδεικνύεται και μία αντίφαση των συναδέλφων της Νέας Δημοκρατίας, οι οποίοι κατά καιρούς στις τοποθετήσεις τους ασκούν κριτική, γιατί λένε ότι δεν επετεύχθησαν οι δημοσιονομικοί στόχοι του 2010 και του 2011, ενώ την ίδια στιγμή οι ίδιοι διεκδικούσαν ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή, θεωρώντας προφανώς, ότι οι στόχοι αυτοί ήταν υπερβολικοί. Την ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή που διεκδικούσαν ως Αντιπολίτευση δεν κατάφεραν να την κερδίσουν όταν αυτοί είχαν την κύρια ευθύνη για τις διαπραγματεύσεις, υιοθετώντας μία δημοσιονομική προσαρμογή που έδινε στο 2013 το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής της διετίας 2013-2014 αλλά και της τετραετίας 2013-2016 που εξασφάλισε η χώρα για το στόχο του ελλείμματος.
Μία από τις μεγαλύτερες αδυναμίες της χώρας, που επηρέασε και την εφαρμογή του Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής, είναι η αδυναμία επίτευξης πολιτικών συναινέσεων αλλά και το έλλειμμα θεσμών και η εργαλειοποίησή τους και από τη Δεξιά και από την Αριστερά. Και σε αυτό έχουμε ευθύνη και εμείς ως ΠΑΣΟΚ. «Οι θεσμοί είναι καλοί μόνο αν υπηρετούν τις ανάγκες μας» είναι σήμερα η επικρατούσα αντίληψη στη ΝΔ και στο ΣΥΡΙΖΑ.
Πριν από δύο εβδομάδες το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπερψήφισε κατά πλειοψηφία την έκθεση για τις τρόικες.
Την έκθεση αυτή καταψήφισαν οι Ευρωβουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, οι οποίοι σε ανακοίνωσή τους κατηγόρησαν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι αλλοίωσε τα στατιστικά στοιχεία για το έλλειμμα του 2009. Λένε, επίσης, ότι η έκθεση βγάζει λανθασμένα συμπεράσματα για το πώς η χώρα έφθασε στο μνημόνιο. Δηλαδή, οι Ευρωβουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, κατηγορούν τους συναδέλφους τους του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος ότι κακώς ψήφισαν την έκθεση που αναφέρει ότι γινόταν παραποίηση στατιστικών στοιχείων στην Ελλάδα μέχρι το 2009 ή ότι το έλλειμμα του 2009 ήταν 15,7% ή ότι το χρέος αυξήθηκε υπέρμετρα μεταξύ του 2003 και του 2009, γιατί αυτά δεν ισχύουν. Άλλα είναι τα δημοσιονομικά δεδομένα του 2009, κατά την άποψή τους. Το ποιο είναι το έλλειμμα του 2009 θα μας το πουν – φαντάζομαι - κάποια άλλη στιγμή. Πάντως, κατ’ αυτούς δεν είναι αυτό που αποδέχεται η ΕΛΣΤΑΤ και η EUROSTAT.
Την έκθεση καταψήφισε και ο ΣΥΡΙΖΑ παρά τις συνεχείς ανακοινώσεις του περασμένου Δεκεμβρίου ότι υπήρχε σκευωρία στην Ελληνική Βουλή για να μη γίνει συζήτηση με τους δύο Ευρωβουλευτές που ετοίμαζαν την έκθεση. Προφανώς, τα ευρήματα της έκθεσης δεν εξυπηρετούν την αφήγησή του, αφού στην έκθεση αναφέρεται ότι η χώρα δεν είχε άλλες επιλογές και έτσι αποσιωπήθηκε εντελώς το γεγονός.
Την έκθεση –προσέξτε!- καταψήφισαν και στο μεγαλύτερό τους τμήμα οι Γερμανοί χριστιανοδημοκράτες και χριστιανοκοινωνιστές Ευρωβουλευτές, επειδή θεωρούσαν ότι δεν ήταν αρκετά αυστηρή η έκθεση για τις χώρες και ήταν υπερβολικά αυστηρή ως προς το ρόλο της τρόικας. Την καταψήφισαν, δηλαδή, οι Ευρωβουλευτές που ανήκουν στο κόμμα της Μέρκελ με αυτό το σκεπτικό. Μετά από αυτά, ίσως χρειάζεται να ξαναδούμε σε αυτήν εδώ την Αίθουσα ποιοι πραγματικά είναι οι Μερκελιστές.
Στη συζήτηση που διεξάγεται για την επίτευξη πλεονάσματος του 2013, η Νέα Δημοκρατία διεκδικεί εύσημα για τη δημοσιονομική προσαρμογή, παραβλέποντας ότι αυτή αποτελεί συνέχεια της προσπάθειας που ξεκίνησε το 2010 και ότι στη διετία 2010-2011 είχαν ολοκληρωθεί τα 2/3 της αναγκαίας διαρθρωτικής προσαρμογής. Αποσιωπά το τίμημα που πλήρωσε η χώρα με τη σκληρή αντιμνημονιακή της στάση το 2010 και το 2011, γιατί αν στήριζε από την αρχή, χωρίς τα «Ζάππεια» που εξέθρεψαν τους αγανακτισμένους, θα είχαμε προχωρήσει ταχύτερα στην επίτευξη των στόχων και με μικρότερο κόστος, διότι υπήρχε κόστος από την επίτευξη της δημοσιονομικής προσαρμογής σε όρους απασχόλησης και σε όρους ΑΕΠ.
Και η Διεθνής Κοινότητα δεν θα αντιμετώπιζε τη χώρα ως μία χώρα που κινδυνεύει από κατάρρευση, βλέποντας την τότε Αξιωματική Αντιπολίτευση να παραλογίζεται την ώρα που η χώρα ήταν σε Πρόγραμμα.
Παραγνωρίζει και την αβεβαιότητα με την οποία βρέθηκε αντιμέτωπη η χώρα από την εμμονή για τη διεξαγωγή εκλογών από το Φεβρουάριο του 2012, ενώ το ζητούμενο ήταν η υλοποίηση του προγράμματος που μόλις είχε συμφωνηθεί με τους εταίρους. Την άποψη αυτή δημόσια, τότε, υποστήριξα μαζί με άλλα έξι μέλη της Κυβέρνησης του Πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου.
Και επειδή το τελευταίο διάστημα γίνεται μία κατευθυνόμενη και εκ του πονηρού συζήτηση για το ρόλο του ΠΑΣΟΚ στη διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας της χώρας, θα ανατρέξω σε πρόσφατα πολιτικά περιστατικά για να καταδείξω πόσο όψιμη και ιδιοτελής είναι η αγωνία της Νέας Δημοκρατίας ως προς το ζήτημα αυτό.
Το Νοέμβριο του 2011 συναντηθήκαμε στο γραφείο του τότε Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και Υπουργού Οικονομικών κ. Ευάγγελου Βενιζέλου με τριμελή αντιπροσωπεία της Νέας Δημοκρατίας προκειμένου να τους ενημερώσουμε για τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα, καθώς έπρεπε να ψηφιστούν κρίσιμα Νομοσχέδια για να γίνει η εκταμίευση των χρημάτων του δεύτερου Προγράμματος, που μόλις είχε εγκριθεί και να εφαρμοστεί και το PSI. Αφού έγινε λεπτομερής ενημέρωση, περιμέναμε ερωτήσεις για τα μεγάλα θέματα της χώρας, αλλά διαπιστώσαμε, ότι το πιο σημαντικό ζήτημα για την αντιπροσωπεία της Νέας Δημοκρατίας ήταν εάν οι εκλογές θα γίνουν τη δεύτερη Κυριακή του Φεβρουαρίου του 2012 ή την τρίτη Κυριακή του Φεβρουαρίου του 2012.
Τελικά, η χώρα οδηγήθηκε σε εκλογές το Μάιο, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα να κυριαρχήσει η αβεβαιότητα, καθώς τα δύο πρώτα Κόμματα, δηλαδή η Νέα Δημοκρατία που πήρε 18,9% και ο ΣΥΡΙΖΑ που πήρε 16,7%, ήθελαν ανεξαρτήτως πολιτικού κόστους για τη χώρα και για την πολιτική σταθερότητά της, η χώρα να οδηγηθεί και σε δεύτερες εκλογές.
Δεν είναι τυχαίο, ότι η εμπιστοσύνη των καταθετών χάθηκε μετά την πρώτη Κυριακή και σε διάστημα δέκα ημερών πριν από τις εκλογές του Ιουνίου διέρρευσαν από τις τράπεζες πάνω από 15 δισεκατομμύρια ευρώ. Το μέλλον της χώρας κρέμονταν από μία κλωστή και ενώ η Ευρώπη όπως μάθαμε εκ των υστέρων ετοίμαζε τότε το δεύτερο σχέδιο.
Και όλα αυτά εξαιτίας της εμμονής να πάμε τον Ιούνιο σε νέες εκλογές αντί να συγκροτηθεί Κυβέρνηση από τα Κόμματα που τελικά συνεργάστηκαν για τη συγκρότηση Κυβέρνησης αμέσως μετά τις δεύτερες εκλογές. Και κατά τα άλλα συζητάμε για τις υφεσιακές συνέπειες του προγράμματος προσαρμογής - τις οποίες καθόλου δεν θέλω να υποβαθμίσω - αποσιωπώντας εντελώς τις υφεσιακές συνέπειες της πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας της περιόδου 2010-2011, που σε μεγάλο βαθμό εξηγούν και τις αποκλίσεις από τους δημοσιονομικούς στόχους και τις αποκλίσεις από τους στόχους για το ΑΕΠ που είχαν τεθεί τότε.
Διότι εάν δεν υπήρχε αυτή η κοινωνική αστάθεια, εάν υπήρχε πολιτική συνεργασία, πιθανότατα να είχαμε πετύχει καλύτερα αποτελέσματα στο ΑΕΠ. Πιθανότατα να είχαμε πετύχει καλύτερα δημοσιονομικά αποτελέσματα και η χώρα να βρισκόταν πιο κοντά στην επίτευξη των στόχων.
Σήμερα, στα ίδια χνάρια βαδίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, όπως ακούσαμε προηγουμένως και από τον Εισηγητή του, μιλάει για την ανάπτυξη, για τις ευρωπαϊκές ιδεοληψίες που διαιωνίζουν τις υφεσιακές πολιτικές στην Ευρώπη και προτείνει μία συμμαχία των χωρών του Νότου για την ανατροπή των ιδεοληψιών αυτών.
Λέτε εμείς στο ΠΑΣΟΚ, κύριε συνάδελφε, να μην τα είχαμε σκεφτεί αυτά τα οποία εσείς σκέπτεστε σήμερα; Μόνο εσείς έχετε το προνόμιο να συγκροτήσετε μία στρατηγική συμμαχιών με τις χώρες του Νότου για να αντιπαρατεθούμε στις ιδεοληψίες του Βορρά;
Και αναρωτιέμαι: Με ποιες ακριβώς συμμαχίες θα πάτε εσείς στην Ευρώπη, εάν τελικά κάποια στιγμή ο ελληνικός λαός σας δώσει την εντολή; Σε ποιους θα στηριχθείτε; Μιλάτε για συμμαχία του Νότου. Δηλαδή, θα καθίσετε στο ίδιο τραπέζι με τον Πρωθυπουργό της Ισπανίας που ανήκει στον Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα ή με τον Πρωθυπουργό της Ιταλίας που ανήκει στο Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα για να ανατρέψετε τις πολιτικές του Βορρά που υπαγορεύονται από αυτές τις χώρες;
Μα, εάν σας είναι τόσο εύκολο στο εξωτερικό να συνεργαστείτε με Πρωθυπουργούς που ανήκουν στο Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα ή στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, τι σας εμπόδιζε όλα αυτά τα χρόνια να συνεργαστείτε με την Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ; Τι σας εμποδίζει σήμερα, να συνεργαστείτε με την παρούσα Κυβέρνηση;
Εκτιμώ, ότι εσείς ως Αξιωματική Αντιπολίτευση, όπως και όλοι σε αυτήν εδώ την Αίθουσα έχουμε τον ίδιο βαθμό ευαισθησίας και ανησυχίας για το τεράστιο πρόβλημα της ανεργίας. Έχω υποστηρίξει και σε άλλες συζητήσεις, ότι στο βαθμό που αντιμετωπίσαμε τα δίδυμα ελλείμματα, η προτεραιότητα της Κυβέρνησης πρέπει να είναι το ζήτημα της αντιμετώπισης της ανεργίας και εάν είναι δυνατόν ακόμη και με ανορθόδοξα εργαλεία, μέχρι που τελικά να καταφέρουμε η ανάπτυξη να φτάσει σε εκείνο το σημείο που θα δημιουργεί θέσεις εργασίας.
Η ελληνική οικονομία, κύριοι συνάδελφοι του ΣΥΡΙΖΑ, έχει ένα ιστορικό δημιουργίας 50.000 έως 60.000 θέσεων εργασίας και αυτό, όταν είχε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 3% και του 4%. Αν επαναπαυθούμε απλώς στο να επαναλάβουμε αυτή την ιστορική εμπειρία, ένας εικοσιπεντάχρονος σήμερα κινδυνεύει να βρει δουλειά όταν θα σαρανταρίσει. Το αντέχουμε αυτό ως κοινωνία; Πιστεύω ότι κανείς σε αυτή την Αίθουσα δεν το θέλει.
Ρωτώ, λοιπόν, τους συναδέλφους του ΣΥΡΙΖΑ να μας πουν ποιοι είναι οι πραγματικοί ρυθμοί ανάπτυξης που χρειάζεται η οικονομία για να δημιουργεί όχι τις 50.000 και 60.000 θέσεις εργασίας των προηγούμενων είκοσι και τριάντα χρόνων, αλλά 150.000 θέσεις εργασίας. Εγώ λέω, εντελώς εμπειρικά -χωρίς καμία οικονομετρική εκτίμηση- ότι χρειάζεται πάνω από 5%.
Σας ερωτώ, είναι εφικτό αυτό; Και αν ναι είναι, με ποια εργαλεία πολιτικής, με ποιες συνθήκες ρευστότητας στην οικονομία θα γίνει; Γιατί σας παρακολουθώ να λέτε ότι η λύση στο διαρθρωτικό έλλειμμα ρευστότητας, που είναι αυτήν τη στιγμή το μεγάλο πρόβλημα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, είναι η κρατικοποίηση των τραπεζών. Από πού και ως πού η κρατικοποίηση των τραπεζών θα διορθώσει το διαρθρωτικό έλλειμμα ρευστότητας;
Αν κρατικοποιηθούν οι τράπεζες θα δίνουν δάνεια, γιατί θα έρθει ο καλός, ο φιλοαναπτυξιακός Διοικητής του ΣΥΡΙΖΑ και θα μοιράζει δάνεια; Από πού, από ποια ρευστότητα; Οι υφιστάμενες καταθέσεις έχουν όλες μετασχηματισθεί σε δάνεια και επειδή οι τράπεζες εξακολουθούν να έχουν περισσότερα δάνεια - τα οποία μάλιστα δεν εξυπηρετούνται - από όσες είναι οι καταθέσεις, καλύπτουν τη διαφορά που έχουν στη ρευστότητα από το ευρωσύστημα, γιατί οι τράπεζες δεν είχαν, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, πρόσβαση στις Κεφαλαιαγορές για να καλύψουν το έλλειμμα ρευστότητας.
Εσείς τι θα κάνετε; Θα εκβιάζετε το ευρωσύστημα για περισσότερη ρευστότητα από τη μια και από την άλλη θα καταργείτε τα μνημόνια με ένα άρθρο; Ή έχετε κατά νου μία διαδικασία επιτάχυνσης της ανάπτυξης, μόνο μέσω των πόρων του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων;
Αυτοί οι πόροι, όπως ξέρετε, δεν αυξάνονται ακόμα και αν τους αυξήσουμε κατά 1-2 δισεκατομμύρια το έτος. Θα χρειαστούν για τα επόμενα τρία με τέσσερα χρόνια πάνω από 30 δισεκατομμύρια για να μπορέσει να μπει η οικονομία σταθερά σε ένα θετικό ρυθμό ανάπτυξης.
Ποιος θα σας τα δώσει αυτά, συνάδελφοι του ΣΥΡΙΖΑ; Οι Ευρωπαίοι εταίροι; Να σας θυμίσω, ότι μετά την ψήφιση του νέου Κανονισμού 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, για πρώτη φορά, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει το δικαίωμα να περικόπτει τους πόρους του ΕΣΠΑ, αν μία χώρα δεν είναι συνεπής στις δεσμεύσεις ως προς την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Εσείς τι ακριβώς θα κάνετε; Από τη μια θα διεκδικείτε περισσότερους πόρους και από την άλλη θα σκίζετε τα μνημόνια, διατρέχοντας τον κίνδυνο να χάσετε ήδη αυτούς που θα αποτελούν τμήμα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων;
Η χώρα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έχει ανάγκη από μία πραγματική μεταρρύθμιση, που θα τη στηρίξουν όλα τα Κόμματα και από ένα νέο σχέδιο Μάρσαλ από την Ευρώπη, για να μπορέσει να βγει μέσα από τη βαθιά και παρατεταμένη ύφεση.
Η άρνησή σας να συμφιλιωθείτε με την κοινή λογική και να απαντήσετε σε αυτονόητα ερωτήματα είναι καταστροφική.
Γι’ αυτό, λοιπόν, συνάδελφοι της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, θα επαναλάβω το εξής: Μην ξανοίγεστε στα βαθιά νερά, γιατί αν ποτέ βρεθείτε στην εξουσία, τις δικές μας βασικές πολιτικές επιλογές θα ακολουθήσετε, αυτές που τώρα καταγγέλλετε. Γιατί, ό,τι και να λέμε, ό,τι και να λέτε, αυτός ήταν ο μόνος λογικός δρόμος που υπήρχε το 2010, με τις τότε επικρατούσες συνθήκες.
Στηρίζουμε και ψηφίζουμε τον Απολογισμό του έτους 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.