Με το σύνθημα «ΠΑΜΕ», έκλεισε την ομιλία του στο Ηράκλειο ο πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου, καλώντας σε κινητοποίηση τους διαχρονικούς φίλους του ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά σε όλη την Ελλάδα, προκειμένου το ΠΑΣΟΚ να «ξαναγίνει Κίνημα» και να δώσει το νέο όραμα για τη χώρα.
Ο κ. Παπανδρέου πέρασε από την αρχή «στην επίθεση», και χωρίς περιστροφές μίλησε για ένα νέο ξεκίνημα, το οποίο «όλοι διψάμε και ελπίζουμε» να γίνει, όπως και «μια αναγέννηση του Κινήματός μας», το οποίο «θα συμβάλει καθοριστικά στην αναγέννηση της χώρας». Και υποσχέθηκε ότι «θα υπηρετήσω αυτή την προσδοκία όσο πιο σωστά και ενωτικά μπορώ».
Το κάλεσμα του κ. Παπανδρέου ήταν προσωπικό, εθνικό και ταυτόχρονα παραταξιακό, ένα κάλεσμα του «αυθεντικού» ΠΑΣΟΚ, το οποίο έχει αισθητές και σημαντικές διαφορές από το σημερινό ΠΑΣΟΚ, από το οποίο κράτησε εμφανείς αποστάσεις και δεν χρειάζεται να είναι κάποιος προσεκτικός ακροατής ή προσεκτικός αναγνώστης της ομιλίας του γι να διαπιστώσει τις αποστάσεις.
Άλλη φρασεολογία, άλλο λεξιλόγιο, άλλη επιχειρηματολογία, άλλα προτάγματα, άλλες επιλογές, άλλη αντίληψη των πραγμάτων και, κυρίως, πολύ μεγάλη απόσταση από τους χειρισμούς του Βαγγέλη Βενιζέλου στην κυβερνητική συνεργασία, στην οποία το ΠΑΣΟΚ δεν μετέχει στη βάση προγραμματικών συμφωνιών, αλλά, όπως αφήνεται να εννοηθεί, για τη συμμετοχή στην εξουσία και το μοίρασμα των θέσεων με το σύστημα «4-2-1».
Ο κ. Παπανδρέου, με την ομιλία του, απευθύνθηκε τόσο στο ακροατήριο του διαχρονικού ΠΑΣΟΚ, όσο και ευρύτερα στην ελληνική κοινωνία, προβάλλοντας τις αρχές ενός δικού του σχεδίου και ενός δικού του δρόμου που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα, για να βγει από τη σημερινή μιζέρια των άγονων μικροκομματικών αντιπαραθέσεων, που δημιουργούν συνθήκες νέου διχασμού. Γι αυτό και είπε «δεν σηκώνει άλλο διχασμό ο τόπος».
Εμφανίστηκε ενωτικός τόσο σε ότι αφορά στη χώρα και στην πολιτική σκηνή, εξ ου και η πρόταση προς τις πολιτικές δυνάμεις για τη διοργάνωση διεθνούς φόρουμ στο οποίο θα συζητηθεί το ζήτημα του ελληνικού χρέους, προκειμένου να εξευρεθεί η καλύτερη δυνατή λύση, όσο και στο ΠΑΣΟΚ, παρότι οι διαφορές με τη σημερινή ηγεσία, φαντάζουν μεγάλες.
Επέκρινε τόσο τη ΝΔ όσο και τον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να κάνει ονομαστικές αναφορές σε κόμματα και πρόσωπα, δεν θέλει να συμβάλει στο διχαστικό κλίμα. Ωστόσο, ήταν πολύ καθαρό ότι επέκρινε προσωπικά τον Αντώνη Σαμαρά, όταν είπε ότι η ευθύνη για τη συνεννόηση βαραίνει τον πρωθυπουργό.
Μίλησε για πρώτη φορά κάπως ανοιχτά για τα όσα έγιναν την περίοδο της πρωθυπουργίας του, αλλά όπως έδειξε είναι έτοιμος να πει πολλά περισσότερα στο μέλλον. Άλλωστε, όπως ανέφερε, αυτά που είπε ήταν μερικές μόνο αλήθειες από όσα συνέβησαν τότε. Οι πιο χαρακτηριστικές αναφορές του ήταν όταν αναρωτήθηκε γιατί εκείνοι που τον κατηγορούσαν ότι φούσκωσε το έλλειμμα δεν το λένε, σήμερα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αντίθετα υπογράφουν τα τότε νούμερα. Ανάλογη ήταν και η απορία του για όσους, τότε, τον κατηγορούσαν ότι δεν έπαιρνε τα δις από τις διάφορες χώρες και γιατί δεν τα βρίσκουν τώρα, σαφέστατη αιχμή για τον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Οι αναφορές, έμμεσες, πάντα, ήταν περισσότερες για το ΠΑΣΟΚ. Άρχισε με τη στάση πολλών στο ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι «δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν» την προσφορά του Κινήματος που δεν δίστασε να ακρωτηριαστεί το ίδιο για να μην ακρωτηριαστεί η χώρα και ενδεχομένως ντρέπονται να το υπερασπιστούν. Εδώ ήταν και η πρώτη «αιχμή» για τον Βαγγέλη Βενιζέλο, όταν ανέφερε ότι κάποιοι «αφήνουν αυτούς που μας λοιδώρησαν να καρπώνονται τον δικό μας αγώνα». Εννοώντας ότι αυτό το κάνει ο κ. Σαμαράς και ο κ. Βενιζέλος δεν του απαντά.
Μεγάλη λεκτική και συμβολική διαφωνία, αλλά κυρίως ουσιαστική, του κ. Παπανδρέου με τον κ. Βενιζέλο προκύπτει από την αναφορά του πρώην πρωθυπουργού στην «κανονικότητα», έναν όρο που εισήγαγε στον πολιτικό διάλογο ο Βαγγέλης Βενιζέλος και υιοθέτησε, μόλις προχθές, ο κ. Σαμαράς.
Ο κ. Παπανδρέου μίλησε για «δήθεν κανονικότητα» η οποία, ουσιαστικά, παραπέμπει στην κατάσταση του 2009. Και τόνισε ότι «δεν υπάρχει καμία τέτοια κανονικότητα στην οποία πρέπει να επιστρέψουμε». Ο ίδιος απορρίπτει τον όρο «μεταμνημονιακή Ελλάδα», που χρησιμοποιούν όσοι μιλούν για «κανονικότητα» και εισάγει τον όρο «Μεταπελατειακή Ελλάδα».
Έμμεση αιχμή κατά του κ. Βενιζέλου θεωρείται και η αναφορά του κ. Παπανδρέου στην ψήφο εμπιστοσύνης, κίνηση η οποία έχει θεωρηθεί, χωρίς να διαψευστεί, ότι ήταν έμπνευσης του αντιπροέδρου της κυβέρνησης. Αυτό που έμεινε από τη συζήτηση, είπε ο κ. Παπανδρέου, «ήταν η απουσία μιας εθνικής στρατηγικής για τη Μεταπελατειακή Ελλάδα».
Έντονη ήταν η διαφοροποίηση του πρώην πρωθυπουργού στο ζήτημα της συναίνεσης μέσω κυβερνητικής συνεργασίας. Κατά τον κ. Παπανδρέου η συναίνεση δίνεται «για να αλλάξουμε τα πράγματα προς το καλύτερο» και όχι «για να μείνουμε στα ίδια, να γυρίσουμε πίσω, για να μοιράσουμε καρέκλες».
Ουσιαστικά ο κ. Παπανδρέου θεωρεί ότι το ΠΑΣΟΚ είναι εγκλωβισμένο σε μια συνεργασία η οποία έχει ως αποτέλεσμα την εφαρμογή συντηρητικών πολιτικών, αφού γίνεται χωρίς «σαφές προγραμματικό και δεσμευτικό πλαίσιο», αλλά σε «κείμενα που κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά».
Επικριτικός, με έμμεσο, πάντα, τρόπο, ήταν ο πρώην πρωθυπουργός και στις γενικότερες πολιτικές επιλογές της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, που δεν δημιουργούν προϋποθέσεις συναινέσεων, υποστηρίζοντας ότι είναι ο πολιτικός χώρος του ΠΑΣΟΚ που μπορεί να ηγηθεί σε μια τέτοια προσπάθεια, την οποία δεν βλέπει σήμερα.
Διαφωνεί, επίσης και με την επιλογή της ηγεσίας να είναι το ΠΑΣΟΚ «τρίτος πόλος». Όπως τόνισε, ο ίδιος δεν μιλάει «για κανέναν τρίτο πόλο», αλλά για τον πόλο που πρέπει «να είναι πρώτος, κυρίαρχος ιδεολογικά και πολιτικά». Και τόνισε ότι «δεν αξίζει σε αυτό τον χώρο να ετεροπροσδιορίζεται από καμία δεξιά ή αριστερή συντήρηση», αναφερόμενος, προφανώς, στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Έμμεση ήταν η αναφορά του και στα τεκταινόμενα στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ. Αφού ζήτησε από τους φίλους του Κινήματος να πάρουν στα χέρια τους την υπόθεση της αναγέννησής του, ζήτησε να συζητηθούν τα πάντα, να κριθούν και να αμφισβητηθούν όλα, προσθέτοντας «δομές, λειτουργίες και πρόσωπα», κάτι που θεωρείται ότι μπορεί να σημαίνει αμφισβήτηση της σημερινής ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ.
Ο κ. Παπανδρέου πέρασε από την αρχή «στην επίθεση», και χωρίς περιστροφές μίλησε για ένα νέο ξεκίνημα, το οποίο «όλοι διψάμε και ελπίζουμε» να γίνει, όπως και «μια αναγέννηση του Κινήματός μας», το οποίο «θα συμβάλει καθοριστικά στην αναγέννηση της χώρας». Και υποσχέθηκε ότι «θα υπηρετήσω αυτή την προσδοκία όσο πιο σωστά και ενωτικά μπορώ».
Το κάλεσμα του κ. Παπανδρέου ήταν προσωπικό, εθνικό και ταυτόχρονα παραταξιακό, ένα κάλεσμα του «αυθεντικού» ΠΑΣΟΚ, το οποίο έχει αισθητές και σημαντικές διαφορές από το σημερινό ΠΑΣΟΚ, από το οποίο κράτησε εμφανείς αποστάσεις και δεν χρειάζεται να είναι κάποιος προσεκτικός ακροατής ή προσεκτικός αναγνώστης της ομιλίας του γι να διαπιστώσει τις αποστάσεις.
Άλλη φρασεολογία, άλλο λεξιλόγιο, άλλη επιχειρηματολογία, άλλα προτάγματα, άλλες επιλογές, άλλη αντίληψη των πραγμάτων και, κυρίως, πολύ μεγάλη απόσταση από τους χειρισμούς του Βαγγέλη Βενιζέλου στην κυβερνητική συνεργασία, στην οποία το ΠΑΣΟΚ δεν μετέχει στη βάση προγραμματικών συμφωνιών, αλλά, όπως αφήνεται να εννοηθεί, για τη συμμετοχή στην εξουσία και το μοίρασμα των θέσεων με το σύστημα «4-2-1».
Ο κ. Παπανδρέου, με την ομιλία του, απευθύνθηκε τόσο στο ακροατήριο του διαχρονικού ΠΑΣΟΚ, όσο και ευρύτερα στην ελληνική κοινωνία, προβάλλοντας τις αρχές ενός δικού του σχεδίου και ενός δικού του δρόμου που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα, για να βγει από τη σημερινή μιζέρια των άγονων μικροκομματικών αντιπαραθέσεων, που δημιουργούν συνθήκες νέου διχασμού. Γι αυτό και είπε «δεν σηκώνει άλλο διχασμό ο τόπος».
Εμφανίστηκε ενωτικός τόσο σε ότι αφορά στη χώρα και στην πολιτική σκηνή, εξ ου και η πρόταση προς τις πολιτικές δυνάμεις για τη διοργάνωση διεθνούς φόρουμ στο οποίο θα συζητηθεί το ζήτημα του ελληνικού χρέους, προκειμένου να εξευρεθεί η καλύτερη δυνατή λύση, όσο και στο ΠΑΣΟΚ, παρότι οι διαφορές με τη σημερινή ηγεσία, φαντάζουν μεγάλες.
Επέκρινε τόσο τη ΝΔ όσο και τον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να κάνει ονομαστικές αναφορές σε κόμματα και πρόσωπα, δεν θέλει να συμβάλει στο διχαστικό κλίμα. Ωστόσο, ήταν πολύ καθαρό ότι επέκρινε προσωπικά τον Αντώνη Σαμαρά, όταν είπε ότι η ευθύνη για τη συνεννόηση βαραίνει τον πρωθυπουργό.
Μίλησε για πρώτη φορά κάπως ανοιχτά για τα όσα έγιναν την περίοδο της πρωθυπουργίας του, αλλά όπως έδειξε είναι έτοιμος να πει πολλά περισσότερα στο μέλλον. Άλλωστε, όπως ανέφερε, αυτά που είπε ήταν μερικές μόνο αλήθειες από όσα συνέβησαν τότε. Οι πιο χαρακτηριστικές αναφορές του ήταν όταν αναρωτήθηκε γιατί εκείνοι που τον κατηγορούσαν ότι φούσκωσε το έλλειμμα δεν το λένε, σήμερα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αντίθετα υπογράφουν τα τότε νούμερα. Ανάλογη ήταν και η απορία του για όσους, τότε, τον κατηγορούσαν ότι δεν έπαιρνε τα δις από τις διάφορες χώρες και γιατί δεν τα βρίσκουν τώρα, σαφέστατη αιχμή για τον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Οι αναφορές, έμμεσες, πάντα, ήταν περισσότερες για το ΠΑΣΟΚ. Άρχισε με τη στάση πολλών στο ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι «δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν» την προσφορά του Κινήματος που δεν δίστασε να ακρωτηριαστεί το ίδιο για να μην ακρωτηριαστεί η χώρα και ενδεχομένως ντρέπονται να το υπερασπιστούν. Εδώ ήταν και η πρώτη «αιχμή» για τον Βαγγέλη Βενιζέλο, όταν ανέφερε ότι κάποιοι «αφήνουν αυτούς που μας λοιδώρησαν να καρπώνονται τον δικό μας αγώνα». Εννοώντας ότι αυτό το κάνει ο κ. Σαμαράς και ο κ. Βενιζέλος δεν του απαντά.
Μεγάλη λεκτική και συμβολική διαφωνία, αλλά κυρίως ουσιαστική, του κ. Παπανδρέου με τον κ. Βενιζέλο προκύπτει από την αναφορά του πρώην πρωθυπουργού στην «κανονικότητα», έναν όρο που εισήγαγε στον πολιτικό διάλογο ο Βαγγέλης Βενιζέλος και υιοθέτησε, μόλις προχθές, ο κ. Σαμαράς.
Ο κ. Παπανδρέου μίλησε για «δήθεν κανονικότητα» η οποία, ουσιαστικά, παραπέμπει στην κατάσταση του 2009. Και τόνισε ότι «δεν υπάρχει καμία τέτοια κανονικότητα στην οποία πρέπει να επιστρέψουμε». Ο ίδιος απορρίπτει τον όρο «μεταμνημονιακή Ελλάδα», που χρησιμοποιούν όσοι μιλούν για «κανονικότητα» και εισάγει τον όρο «Μεταπελατειακή Ελλάδα».
Έμμεση αιχμή κατά του κ. Βενιζέλου θεωρείται και η αναφορά του κ. Παπανδρέου στην ψήφο εμπιστοσύνης, κίνηση η οποία έχει θεωρηθεί, χωρίς να διαψευστεί, ότι ήταν έμπνευσης του αντιπροέδρου της κυβέρνησης. Αυτό που έμεινε από τη συζήτηση, είπε ο κ. Παπανδρέου, «ήταν η απουσία μιας εθνικής στρατηγικής για τη Μεταπελατειακή Ελλάδα».
Έντονη ήταν η διαφοροποίηση του πρώην πρωθυπουργού στο ζήτημα της συναίνεσης μέσω κυβερνητικής συνεργασίας. Κατά τον κ. Παπανδρέου η συναίνεση δίνεται «για να αλλάξουμε τα πράγματα προς το καλύτερο» και όχι «για να μείνουμε στα ίδια, να γυρίσουμε πίσω, για να μοιράσουμε καρέκλες».
Ουσιαστικά ο κ. Παπανδρέου θεωρεί ότι το ΠΑΣΟΚ είναι εγκλωβισμένο σε μια συνεργασία η οποία έχει ως αποτέλεσμα την εφαρμογή συντηρητικών πολιτικών, αφού γίνεται χωρίς «σαφές προγραμματικό και δεσμευτικό πλαίσιο», αλλά σε «κείμενα που κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά».
Επικριτικός, με έμμεσο, πάντα, τρόπο, ήταν ο πρώην πρωθυπουργός και στις γενικότερες πολιτικές επιλογές της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, που δεν δημιουργούν προϋποθέσεις συναινέσεων, υποστηρίζοντας ότι είναι ο πολιτικός χώρος του ΠΑΣΟΚ που μπορεί να ηγηθεί σε μια τέτοια προσπάθεια, την οποία δεν βλέπει σήμερα.
Διαφωνεί, επίσης και με την επιλογή της ηγεσίας να είναι το ΠΑΣΟΚ «τρίτος πόλος». Όπως τόνισε, ο ίδιος δεν μιλάει «για κανέναν τρίτο πόλο», αλλά για τον πόλο που πρέπει «να είναι πρώτος, κυρίαρχος ιδεολογικά και πολιτικά». Και τόνισε ότι «δεν αξίζει σε αυτό τον χώρο να ετεροπροσδιορίζεται από καμία δεξιά ή αριστερή συντήρηση», αναφερόμενος, προφανώς, στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Έμμεση ήταν η αναφορά του και στα τεκταινόμενα στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ. Αφού ζήτησε από τους φίλους του Κινήματος να πάρουν στα χέρια τους την υπόθεση της αναγέννησής του, ζήτησε να συζητηθούν τα πάντα, να κριθούν και να αμφισβητηθούν όλα, προσθέτοντας «δομές, λειτουργίες και πρόσωπα», κάτι που θεωρείται ότι μπορεί να σημαίνει αμφισβήτηση της σημερινής ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ.
http://agenda-news.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.