Αγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι,
Αντισυμβατικές αποφάσεις έχω πάρει πολλές φορές στη ζωή μου.
Ίσως, επειδή συνηθίζω να σκέφτομαι και να δρω μη συμβατικά.
Δεν περίμενα όμως, η παρουσίαση ενός βιβλίου για τη σοσιαλδημοκρατία να θεωρηθεί αντισυμβατική κίνηση.
Το βιβλίο μιας επιστήμονος και πολιτικού, με την οποία έχω δουλέψει δύο δεκαετίες.
Και μάλιστα, να προκαλέσει τέτοια προσμονή αλλά και τόση ανησυχία σε διάφορους κύκλους.
Ίσως, να είναι σημάδι των καιρών.
Η κρίση, έχοντας ανατρέψει παραδοχές πολλών δεκαετιών, έχει θρέψει από την άλλη μια βαθύτατη ανασφάλεια.
Όμως, ο φόβος αποτελεί κακό σύντροφο. Περιορίζει τη σκέψη.
Κάτι που δεν δικαιολογείται για οποιονδήποτε θέλει να αυτοπροσδιορίζεται ως προοδευτικός.
Πολιτικά μιλάμε εδώ.
Πόσες άραγε τέτοιες κουβέντες θα γίνουν πριν από τις ευρωεκλογές για την Ελλάδα και την Ευρώπη;
Ας μην κρίνουμε λοιπόν τα πάντα μέσα από το πρίσμα της μικροπολιτικής.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω τη Μαριλένα, γιατί με το βιβλίο της, μας δίνει τη δυνατότητα να μιλήσουμε σήμερα για πράγματα που έως χθες, οι συνθήκες δεν το επέτρεπαν, αν δεν το απαγόρευαν, πολλές φορές.
Η Μαριλένα, επιχείρησε να παρακολουθήσει και να καταγράψει τις εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή ήπειρο και την Ελλάδα, θέτοντας ερωτήματα – σε κάποιες περιπτώσεις, απαντώντας σε αυτά και σε κάποιες άλλες θέτοντας ερωτήματα με τη ματιά του ερευνητή που είναι και συνδιαμορφωτής των εξελίξεων. Έτσι, παίρνει θέση στα πράγματα.
Και πάντα με το πρόσημο του προοδευτικού Ευρωπαίου, που συμμετέχει ενεργά στα όσα αφορούν τους Ευρωπαίους δημοκράτες, σοσιαλιστές, αριστερούς.
Η επί μακρόν παρακολούθηση των εξελίξεων, μέσω της αρθρογραφίας της, που με απόλυτη συνείδηση κάποτε στο μέλλον θα παρουσιαστεί ενιαία και αδιαίρετα, από τις σελίδες ενός βιβλίου – του βιβλίου που σήμερα αποτελεί και την αφορμή για αυτή τη συζήτηση – προσφέρει πολύτιμη βοήθεια σε όλους μας.
Με την ευκαιρία αυτή, θέλω στο πρόσωπό της, να ευχαριστήσω και να συγχαρώ τους βουλευτές της ευρωκοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ, που έδωσαν μια σκληρή μάχη σε αντίξοες συνθήκες, συνέβαλαν καθοριστικά στην προσπάθεια της χώρας και των Ελλήνων και σημείωσαν ακόμη και επιτυχίες αναλαμβάνοντας σημαντικές πρωτοβουλίες.
Ξεκινώ από την ΕΕ – Από την απουσία της Ευρώπης
Απέναντι στην κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, έδωσε μια απάντηση στην κρίση.
Ως προοδευτικός, θα περίμενα πιο ριζοσπαστική αντιμετώπιση του τραπεζικού συστήματος.
Όμως – τουλάχιστον – κράτησαν την οικονομία εκτός βαθιάς ύφεσης.
Αντίθετα, η συντηρητική Ευρώπη αντέδρασε φοβικά.
Κυριάρχησε η λογική, ότι το πρόβλημα δεν αφορά την Ευρώπη αλλά κάποια «κακά παιδιά».
Κυρίαρχησαν τα στερεότυπα.
Οι κακοί μαθητές του Νότου.
Κατ’αυτούς, δεν είχαμε να αντιμετωπίσουμε ένα δύσκολο πρόβλημα – είμασταν το πρόβλημα.
Αυτό όχι μόνο υπονόμευσε την έννοια της αλληλεγγύης αλλά καλλιεργήθηκε από ηγέτες της Ευρώπης ένας ρατσισμός – που εύκολα συνδυάστηκε με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ξενοφοβίας.
Ενώ προτείναμε εναλλακτικές.
Υιοθέτηση των ευρωομολόγων.
Αύξηση των μισθών στις χώρες του πυρήνα της Ευρωζώνης.
Ουσιαστική τραπεζική ένωση.
Στήριξη της ρευστότητας στις τράπεζες.
Ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από τον ESM – κάτι που είχε συμφωνηθεί – και όχι από τους φορολογούμενους των κρατών που βρίσκονταν σε πρόγραμμα προσαρμογής.
Την υιοθέτηση ενός πράσινου New Deal αναπτυξιακής επένδυσης – αξιοποιώντας για παράδειγμα τα ευρωομόλογα έργου – για την χρηματοδότηση σύγχρονων ευρωπαϊκών υποδομών στην υπηρεσία της παιδείας, της καινοτομίας και του περιβάλλοντος, στην υπηρεσία του ευρωπαίου πολίτη.
Όμως, αυτές οι λύσεις απαιτούσαν εμβάθυνση της Ευρώπης, περισσότερη Δημοκρατία – κάτι που η συντηρητική πολιτική υπονόμευε μέσα από τα στερεότυπα που η ίδια καλλιεργούσε.
Πως θα συνδέσεις την τύχη σου με τους νότιους, όταν τους έχεις περιγράψει με τα χειρότερα λόγια στους ψηφοφόρους σου;
Προτάσεις που θα είχαν ως αποτέλεσμα:
Να μειωθεί η ύφεση και η ανεργία στις χώρες υπό προσαρμογή.
Να είναι πιο ήπια η προσαρμογή – να μπορεί να γίνει σε περισσότερο χρόνο και με λιγότερο πόνο για τον πολίτη.
Να μοιραστούν πιο δίκαια τα βάρη της προσαρμογής – για παράδειγμα, με την θέσπιση φόρου επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών, ώστε το τραπεζικό σύστημα να αναλάβει σοβαρές ευθύνες και βάρη έναντι των πολιτών της Ευρώπης.
Και βεβαίως, όλα αυτά θα είχαν αναχαιτίσει τον φόβο στις αγορές ομολόγων.
Όπως, τελικά, έκανε ο Ντράγκι αργότερα για την Ιταλία και την Ισπανία, όταν δήλωσε ότι η ίδια η ΕΚΤ θα αγόραζε ομόλογα αυτών των χωρών.
Αν η ΕΕ στήριζε δυναμικά το πρόγραμμά μας στην αρχή της κρίσης, πιστεύω ότι, Ελλάδα, Ιρλανδία και Πορτογαλία, θα μπορούσαν να είχαν αποφύγει την «προστασία» του μηχανισμού στήριξης.
Η ΕΕ έχει τεράστια ευθύνη για τον αυξανόμενο πανικό που καλλιεργήθηκε στις αγορές ομολόγων.
Αποτέλεσμα; Να κερδοσκοπούν αναλυτές με την απειλή της διάλυσης του ΕΥΡΩ και με πρώτο θύμα την Ελλάδα.
Αυτή και μόνο η ψυχολογία, κόστισε τα μέγιστα στον Ελληνικό λαό.
Και είναι κάτι που πρέπει να το υπενθυμίζουμε κάθε φορά που συζητείται η περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους της χώρας.
Σκεφθείτε, μια και μόνον κίνηση του Ντράγκι, όπως προείπα, απέδειξε ότι, όταν η ΕΕ δρα δυναμικά, συλλογικά, οι αγορές ακολουθούν την πολιτική και όχι το αντίθετο.
Αυτό όμως, θέτει ένα άλλο μεγάλο ζήτημα.
Της ενότητας της ΕΕ.
Η συντηρητική Ευρώπη, παρά τα μεγάλα της λόγια, αποδομεί την ΕΕ.
Γιατί;
Διότι δεν απαντά, όπως πρέπει, αλλά ακολουθεί παθητικά τις εξελίξεις της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας.
Η Ευρώπη πρέπει να παίξει ρόλο ρυθμιστή των παγκόσμιων αγορών.
Άπειρες φορές, έφερα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το ζήτημα της καταπολέμησης των φορολογικών παραδείσων – που κλέβουν ζωτικούς πόρους από τους πολίτες μας.
Ή του φόρου στο διοξείδιο του άνθρακος, που θα συμβάλλει στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.
Οι διευρυνόμενες ανισότητες, που η μη ρυθμισμένη παγκοσμιοποίηση δημιουργεί, έχουν και παράπλευρο θύμα, την ίδια τη Δημοκρατία.
Διακύβευμα αυτού του αιώνα, θα είναι η δημοκρατία.
Η τεράστια συγκέντρωση πλούτου, άρα και εξουσίας, έχει υπονομεύσει τους θεσμούς της Δημοκρατίας – πολιτικά κόμματα, μέσα ενημέρωσης, δικαιοσύνη. Και μαζί, την αξιοκρατία, την ισονομία, την ευνομία, την διαφάνεια.
Αναδύεται στον κόσμο ολόκληρο, όλο και περισσότερο, ένας πελατειακός καπιταλισμός – crony capitalism.
Όπου το κράτος, καθίσταται εξάρτημα – υπηρέτης σε μεγάλα διεθνή οικονομικά συμφέροντα.
Και αυτό δεν μπορεί μια χώρα μόνη της να το αντιμετωπίσει αποτελεσματικά.
Ο σοσιαλισμός, η δημοκρατία, στα όρια και μόνο της κάθε χώρας, είναι μια υπόθεση δύσκολη, αν όχι ανέφικτη.
Στο μείζον αυτό ζήτημα, η Ευρώπη πρέπει να είναι μπροστάρης, πρωταγωνιστής στον αγώνα για δικαιοσύνη, δίκαιη ανα – διανομή και προστασία βασικών δικαιωμάτων.
Πρέπει γι” αυτό, να γίνει έργο πολιτών, όχι έργο μιας ελίτ.
Στο βιβλίο γίνονται πολύ σημαντικές διαπιστώσεις και για τη χώρα μας.
Θέλω μόνο να σημειώσω τα εξής:
Το δίλλημα μνημόνιο ή όχι, σκέπασε τις αιτίες που μας οδήγησαν στην αναζήτηση βοήθειας.
Δηλαδή, το γεγονός ότι, ήμασταν ήδη εξαρτημένοι – προ του μνημονίου.
Το μνημόνιο, τελειώνει.
Και όσοι έκτισαν τον πολιτικό τους λόγο βλέποντας απέναντι μόνο το Μνημόνιο θα αναρωτιούνται: και τώρα, τι θα κάνουμε χωρίς βαρβάρους;
Και μετά τι, λοιπόν;
Θα ήταν πράγματι κρίμα, μετά από τόσες θυσίες, να επιστρέψουμε σε μια σχετική ομαλότητα, όπου θα κυριαρχούν οι ίδιες δομές, οι ίδιες αντιλήψεις, νοοτροπίες και συμπεριφορές, που αδικούν, που εμποδίζουν να ανθίσουν οι πραγματικές δυνατότητες της κοινωνίας, των νέων μας.
Η μονομερής αντιμνημονιακή πολιτική, αποπροσανατόλισε μεγάλο μέρος του Ελληνικού λαού από τα πραγματικά προβλήματα της χώρας.
Δομικά, θεσμικά, δικαιοσύνης και εντέλει δημοκρατίας.
Σας καλώ να σκεφτούμε: πόσο διαφορετικά θα ήταν σήμερα τα πράγματα αν οι προοδευτικές δυνάμεις της χώρας συνεργαζόμασταν από το 2009 για τις μεγάλες αλλαγές που χρειάζονταν;
Χτυπώντας τις αιτίες που μας οδήγησαν στο χείλος μιας εθνικής καταστροφής.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, λίγοι αναφέρονται στα κακώς κείμενα του πελατειακού κράτους – τη ρίζα του κακού.
Στις χαριστικές ρυθμίσεις που ευνόησαν κάποιους επιχειρηματίες, τραπεζίτες, ή μιντιάρχες.
Γιατί ποτέ δεν θα αναγκαζόμασταν να καταφύγουμε σε Μνημόνιο, αν μέχρι το 2009 είχαμε κάνει έστω τα στοιχειώδη για να χτυπήσουμε τη σπατάλη, τη φοροδιαφυγή, τη διαφθορά, το πελατειακό κράτος, τα κλειστά επαγγέλματα, τη γραφειοκρατία, την πολυνομία, τον συγκεντρωτισμό του αθηνοκεντρικού κράτους.
Εάν διαχειριζόμασταν τον πλούτο, τα χρήματα αυτής της χώρας δίκαια, σωστά, χρηστά, με διαφάνεια.
Όσοι μιλούν επικριτικά αναφερόμενοι στη φράση «λεφτά υπάρχουν» αποκρύπτουν συνειδητά τα όσα πραγματικά ειπώθηκαν, κάνοντας διπλό κακό, γιατί από τη μια αποκρύπτουν τη ρίζα του κακού και από την άλλη αποσιωπούν και μαζί αποδομούν την αδήριτη ανάγκη μιας μεταρρυθμιστικής προσπάθειας που θα ανατρέπει τα κακώς κείμενα και παράλληλα θα διαμορφώνει βιώσιμους όρους για την οικονομία, την ανάπτυξη και τελικά, την κοινωνία.
Προφανώς, όλοι εκείνοι που αντιδρούν στις διαπιστώσεις αυτές, θέλουν, κάποιοι συνειδητά, κάποιοι ασυνείδητα, τον πελατειακό καπιταλισμό στην υπηρεσία συμεφρόντων εκτός του δημοσίου συμφέροντος.
Αντί λοιπόν, να διαπιστώνουμε πραγματικές αιτίες, να βασίσουμε τις πολιτικές μας σε αλήθειες που ίσως πονάνε, αποφεύγουμε όσα έκαναν την Ελλάδα εξαρτημένη – και επομένως να έχει την ανάγκη βοήθειας ενός μηχανισμού στήριξης – όλοι αναφέρονται στην απόφαση ένταξης στο πρόγραμμα προσαρμογής.
Ουδείς στους λόγους που μας οδήγησαν ως εκεί.
Το συμπέρασμα; Τραγικό.
Η αδυναμία ή η άρνηση κατανόησης του προβλήματος της χώρας υπονομεύει τις δυνατοτητές να δώσουμε προοδευτικές λύσεις.
Και άρα, τι μέλλον υποσχόμαστε στον Ελληνικό λαό;
Προοδευτικές λύσεις ή παραμύθι χωρίς αρχή και τέλος;
Υπενθυμίζω το τι ζήσαμε:
Στην αρχή, κάποιοι είπαν ότι, μας προσέφεραν χρήματα και δεν τα πήραμε.
Στη συνέχεια, όταν απεδείχθη πως κανείς δεν χαρίζει χρήματα, κάποιοι είπαν ότι είχαμε προσχεδιάσει, συνομωτήσει για τις εξελίξεις.
Μετά, όταν και άλλες χώρες ήλθαν στη δική μας θέση, κάποιοι είπαν ότι δεν διαπραγματευτήκαμε.
Και δεν δίστασαν να συνεχίζουν τα μυθεύματα για μαγικούς σωτήρες, ούτε όταν και οι αδερφοί μας στην Κύπρο ζούσαν το δικό μας δράμα, με όλες τις γνωστές συνέπειες που αναγκάστηκαν να αποδεχτούν και να βιώσουν.
Ρωτώ: όταν έγκυροι, δημοκρατικοί θεσμοί, αναλύουν την κρίση στην Ελλάδα, γιατί εδώ θέλουν κάποιοι να αγνοούν τα συμπεράσματά τους;
Αναφέρομαι στην έκθεση του Ευρωκοινοβουλίου για την Τρόϊκα και τα προγράμματα προσαρμογής.
Γιατί εξαφανίστηκε στην Ελλάδα;
Μήπως γιατί, παρά τις όποιες παρατηρήσεις ή διαφωνίες έχουμε και εμείς, επισήμανε τα αυτονόητα;
Μήπως γιατί, η έκθεση αναφέρει για την Ελλάδα πως πριν από την έναρξη του προγράμματος υπήρχε «αφερεγγυότητα και μη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών της Ελλάδας ως αποτέλεσμα της συνεχώς μειούμενης ανταγωνιστικότητας και του μακροχρόνιου δημοσιονομικού εκτροχιασμού»;
Μήπως γιατί αναφέρει ότι «η προβληματική κατάσταση της Ελλάδας οφειλόταν και στη στατιστική λαθροχειρία κατά τα έτη που προηγήθηκαν της κατάρτισης του προγράμματος»;
Μήπως γιατί η έκθεση «χαιρετίζει την αποφασιστική δράση της ελληνικής κυβέρνησης για επείγουσα και αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων, συμπεριλαμβανομένης της ίδρυσης της ανεξάρτητης Ελληνικής Στατιστικής Αρχής τον Μάρτιο του 2010»;
Ή μήπως γιατί στην έκθεση εκφράζεται «ικανοποίηση για το γεγονός ότι η χρηματοδοτική συνδρομή πέτυχε βραχυπρόθεσμα τον στόχο της αποφυγής μιας ανεξέλεγκτης αδυναμίας εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους» και ότι «οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις θα ήταν χειρότερες χωρίς τη χρηματοδοτική και τεχνική συνδρομή ΕΕ-ΔΝΤ»;
Και γιατί προσπαθούν κάποιοι να τα ξεχάσουμε;
Προκαλώ με ερωτήματα.
Γιατί εάν συνεχίσουμε να ζούμε με μυθοπλασίες θα ταλαιπωρηθεί ακόμα περισσότερο η Ελλάδα.
Στο σημείο αυτό, επιτρέψτε μου μια παρένθεση.
Πολύς λόγος γίνεται περί διαπραγμάτευσης επί των ημερών της κυβέρνησή μας και περί διαπραγμάτευσης στη συνέχεια.
Θέλω μόνον τούτο να σημειώσω.
Τότε, διαπραγματευτήκαμε για μια χώρα που είχε τεθεί εκτός αγορών.
Καταφέραμε μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις να δημιουργήσουμε εξ´ αρχής ένα μηχανισμό βοήθειας που δεν υπήρχε.
Στη συνέχεια να πάρουμε μια βοήθεια που δεν είχε προηγούμενο και με όρους που δεν βρίσκαμε στις αγορές.
Κάποιοι εταίροι μας μάλιστα, δανείστηκαν με υψηλότερα επιτόκια από αυτά που μας δάνειζαν για να μας βοηθήσουν.
Και ακολούθως, όχι μόνον πετύχαμε με σκληρές διαπραγματεύσεις τη μεγαλύτερη διαγραφή χρέους που έγινε ποτέ, όχι μόνον πετύχαμε το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής, μεγαλύτερο του 90%, όπως σωστά επεσήμανε πρόσφατα ο Βαγγέλης Βενιζέλος, αλλά και προωθήσαμε σε περιβάλλον αυστηρής λιτότητας μεταρρυθμίσεις σε κάθε τομέα, κάποιες εκ των οποίων αργότερα αποδομήθηκαν.
Και κάτι ακόμα.
Μη ξεχνάτε με ποιούς διαπραγματευόμασταν.
Με 17 χώρες, 17 κοινοβούλια, τρεις θεσμικούς εταίρους που συμμετείχαν στην τρόϊκα.
Και όχι μόνο.
Είχαμε να αντιμετωπίσουμε δεκάδες αναλυτές στον παγκόσμιο τύπο και το διαδίκτυο, που κάθε μέρα έβγαζαν και νέα θεωρία ή και απειλή.
Με εκατοντάδες τράπεζες.
Με μια αγορά ομολόγων που δεν έχει ιεραρχία και επικεφαλής, αλλά καλλιεργούσε ψυχολογία και φόβο.
Αλλά και με τους οίκους αξιολόγησης, που είχαν καεί το 2008 και φυσούσαν και το γιαούρτι.
Και όμως, η μικρή Ελλάδα τα κατάφερε και πρέπει να είμαστε περήφανοι για αυτό.
Επιτέλους, ας μιλήσουμε τη γλώσσα της αλήθειας.
Και ας σταματήσουμε το παιχνίδι των εντυπώσεων στις πλάτες του άλλου και εντέλει, του Ελληνικού λαού.
Αν αυτοί που θα έσκιζαν το μνημόνιο και τώρα μιλούν για δημοψήφισμα και οι άλλοι, που πρότειναν Ζάππεια, επαναδιαπραγματεύσεις και 18 δις ευρώ ισοδύναμα μέτρα, είχαν το 2010 την στάση που σήμερα έχουν υιοθετήσει, οι Έλληνες θα είχαν γλυτώσει πολύ πόνο, κόπο και κόστος.
Η Ελλάδα θα είχε ξαναγίνει αξιόπιστη πιο γρήγορα.
Με μύθους, φίλες και φίλοι δεν γράφεται Ιστορία.
Ούτε δημιουργούν οι εύκολοι μύθοι προϋποθέσεις για ευρύτερες συναινέσεις ενώ βάλλεται η πατρίδα.
Και το ΠΑΣΟΚ από τον Οκτώβριο του 2009 ήρθε αντιμέτωπο με μία από τις κρισιμότερες στιγμές στην Ιστορία της χώρας.
Και στάθηκε περήφανο απέναντί της.
Γιατί έκανε το καθήκον του, για μία διετία, μέσα σε εφιαλτικές συνθήκες και κανέναν τότε δίπλα του να βάζει πλάτη.
Κανέναν.
Έκανε το καθήκον του στην Ελλάδα, έκανε το καθήκον του στις Βρυξέλλες και στην ευρωβουλή.
Σήμερα, έθεσα ορισμένα ερωτήματα.
Τα θεωρώ αναγκαία – όχι για την ιστορία ή την ανάγκη δικαίωσης επιλογών – αλλά για να πάμε μπροστά.
Να προκαλέσω για να ξεφύγουμε από τις μυθοπλασίες που οδηγούν σε αδιέξοδα.
Να έχουμε μια σοβαρή αφήγηση που να επιτρέπει δυνάμεις δημοκρατικές, δυνάμεις προοδευτικές, σοσιαλιστικές, αριστερές, να συνεννοηθούν, να συνεργαστούν.
Πάνω σε πραγματικά διακυβεύματα.
Μακριά από την στενή προοπτική κάποιων εκλογικών κερδών, μακριά από ηγεμονισμούς και μικροκομματικές σκοπιμότητες.
Να μπορέσουμε να σφυρηλατήσουμε ένα πολιτικό πλαίσιο για το αύριο της Ελλάδας.
Ας αποτελέσει η σημερινή συζήτηση μια αφορμή να φύγει η σκόνη που είχαν σηκώσει οι φωνές της δημαγωγίας και σκέπαζε τα ζητήματα, τα διακυβεύματα του καιρού μας.
Να μπορέσουμε νηφάλια να αξιολογήσουμε τα αίτια της κρίσης – αλλά και την προοπτική των προοδευτικών δυνάμεων και μαζί των προοδευτικών εναλλακτικών λύσεων.
Σίγουρα κανένας δεν μπορεί να είναι ικανοποιημένος με την κατάσταση του προοδευτικού χώρου στην Ελλάδα.
Προσωπικά, ως μέλος του ΠΑΣΟΚ, πιστεύοντας στο περήφανο ΠΑΣΟΚ που ξέρει να υπερασπίζεται τις επιλογές του, δεν χαίρομαι για το ότι βρίσκονται τόσα στελέχη και φίλοι σκορπισμένοι ή και αποστασιοποιημένοι.
Με απόλυτη επίγνωση του ιστορικού ρόλου που επιτέλεσε και οφείλει να επιτελέσει το Κίνημα που υπηρέτησα και συνεχίζω να υπηρετώ από την ίδρυσή του, όπως είπα και τον περασμένο Σεπτέμβρη, πιστεύω βαθύτατα ότι,
«το ΠΑΣΟΚ που χρειάζονται η Ελλάδα και οι Έλληνες, είναι το ΠΑΣΟΚ που πρωταγωνιστεί στην πρόοδο και την αλλαγή της χώρας.
Πρωτοστατεί στο σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας για κυβερνητική σταθερότητα, αλλά με ξεκάθαρο προοδευτικό πρόσημο.
Ενώνει όλες τις προοδευτικές δυνάμεις του τόπου, απέναντι στη δεξιά και την αριστερή συντήρηση.
Στόχος μας – οι προοδευτικές μεταρρυθμίσεις με ανθρώπινο πρόσωπο.
Δεν δικαιούμαστε να είμαστε παρακολούθημα κανενός.
Καμίας δεξιάς ή αριστερής συντήρησης».
Το ζήτημα είναι η πολιτική και οι αξίες.
Και για αυτά θα δίνω πάντα όλες μου τις δυνάμεις.
Η ενότητα μπορεί και πρέπει να βασιστεί σε έναν ουσιαστικό διάλογο που θέτει και αντιμετωπίζει με σοβαρότητα τα μεγάλα διακυβεύματα του καιρού μας, σε κάποια από τα οποία αναφέρθηκα.
Εκφράζω με παρρησία την ελπίδα, να καταφέρουμε τελικά να συζητήσουμε, να αντιπαρατεθούμε, να συγκρουστούμε αν χρειαστεί, αλλά να το κάνουμε για αυτά τα μεγάλα διακυβεύματα που έχουμε μπροστά μας, όχι για τις θέσεις μας και τις προσωπικές ή κομματικές σκοπιμότητες.
Μόνον έτσι θα καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε τις πραγματικές ανάγκες της χώρας, να ανταποκριθούμε στις ελπίδες του Ελληνικού λαού και να σταθούμε με δυνατή φωνή μπροστά στους εταίρους μας.
Ως τότε, ο καθένας από το δικό του μετερίζι, ας δώσουμε τον αγώνα για όλα αυτά που αφορούν την Ελλάδα και τους Έλληνες, σε μια Ευρώπη με δημοκρατικό και προοδευτικό πρόσημο και με τους Ευρωπαίους πολίτες, συμμέτοχους, όχι θεατές της Ευρώπης που το μέλλον της καθορίζει μια ελίτ.
Αλλά με πίστη στο ότι η χώρα αυτή ΜΠΟΡΕΙ – εάν πιστέψει ξανά στον εαυτό της.